,

……….Στὶς 16 Δεκεμβρίου τοῦ 1803, ὁ ἱερομόναχος Σαμουήλ, βάζει φωτιὰ στὴν πυριτιδαποθήκη τοῦ ὀχυροῦ Κούγκι, καὶ ἀνατινάσσεται μαζὺ μὲ τρεῖς Σουλιῶτες καὶ ἀρκετούς τουρκαλβανούς.
……….Μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ Σουλίου ἀπό τὸν γιὸ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, Βελῆ, 600 Σουλιῶτες ὑπό τὸν Φῶτο Τζαβέλλα, ἀρνούμενοι νὰ καταθέσουν τὰ ὅπλα, κλείστηκαν στὸν περίβολο τοῦ ὀχυροῦ πύργου Κούγκι, ἀποφασισμένοι ν’ ἀμυνθοῦν. Ἡ ἔλλειψη ὅμως πολεμοφοδίων καὶ τροφῶν τοὺς ἀνάγκασε νὰ συνθηκολογήσουν μὲ τοὺς τούρκους.
……….Πίσω στὸ ὀχυρό παρέμεινε ὁ ἱερομόναχος Σαμουὴλ μὲ πέντε Σουλιῶτες. Ὅταν ἕνας ἀπό τοὺς τούρκους ἀπεσταλμένους προσπάθησε νὰ τὸν ἐκφοβίσει γιὰ τὰ μαρτύρια ποὺ τὸν περιμένουν, ἐκεῖνος ἀφοῦ τοῦ ἀπάντησε ὅτι «δὲν εἶναι ἄξιος ὁ βεζίρης νὰ πιάσῃ ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἐκτός τοῦ ὅτι δὲν τὸν φοβᾶται, γνωρίζει κι ἄλλο δρόμο γιὰ τὸν θάνατο», ἀνατίναξε τὸ μπαρούτι. Οἱ Σουλιῶτες ποὺ γλύτωσαν, διηγήθηκαν το γεγονός.
……….Τὴν αὐτοθυσία τοῦ Σαμουὴλ, ἔψαλλε ὁ Α. Βαλαωρίτης, μὲ τοὺς γνωστούς στίχους του: «Καλόγερε, τί καρτερᾶς κλεισμένος μέσ’ στὸ Κούγκι — πέντε νομάτοι σούμειναν καὶ κεῖνοι λαβωμένοι. . .»
Πηγή τὸ μεγᾶλο : www.e-istoria.com