,
,
Θεολόγος – Φιλόλογος
Ερασινώδυνα Ανάλεκτα
Διατριβή Β΄
Τα «Ερασινώδυνα Ανάλεκτα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό, εκλεκτά κείμενα, κυρίως τής Ελληνικής, τής Λατινικής, τής Ιταλικής, τής Ισπανικής και τής Πορτογαλικής Γραμματείας, μεταφρασμένα – όπου κρίνεται απαραίτητο – ή μεταγλωττισμένα, αναλόγως, στην νέα ελληνική γλώσσα, και εμπλουτισμένα με κατατοπιστικές εισαγωγές, διευκρινιστικά σχόλια και βοηθητικά παραρτήματα. Σκοπός τους είναι η τέρψη των αναγνωστών, αλλά και η αφύπνιση τής διάνοιάς τους, η γνωριμία των Ελλήνων και των ελληνομαθών με τον πλούτο τού ευρωπαϊκού μεσογειακού πνεύματος, αλλά και η έμπρακτη αποδόμηση τής υστερόβουλης θεωρίας περί τού «ανεπίκαιρου» ή «δυσπρόσιτου» χαρακτήρα αυτών των κειμένων. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διατριβών.
Πρόλογος
Τα «Ερασινώδυνα Ανάλεκτα» αφιερώνουν την δεύτερη Διατριβή στον πρώτο Ευρωπαίο «γραμματικό», τον Διονύσιο τον Θρακιώτη. Έργο των «γραμματικών» ήταν, επί αιώνες, η μελέτη τής Γραμματικής και τού Συντακτικού των γλωσσών. Στην εποχή μας, αυτού τού είδους η ενασχόληση αποτελεί κοινό αντικείμενο των επιστημών τής Φιλολογίας και τής Γλωσσολογίας.
Διονύσιος ο Θρακιώτης
Ο Διονύσιος ο Θρακιώτης υπήρξε φιλόλογος και «γραμματικός», μαθητής τού Αρίσταρχου τού Γραμματικού. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, γύρω στα 170 π.Χ., και απεβίωσε γύρω στα 90 π.Χ. Γνωρίζουμε ότι κατά το έτος 140 π.Χ. διέμενε στην Ρόδο. Είναι ο συγγραφέας τής αρχαιότερης στοιχειώδους «Γραμματικής», από την οποία, δυστυχώς, δεν φαίνεται να έχει σωθεί η Σύνταξη. Αυτό το μικρό – σε έκταση – έργο του απετέλεσε μοναδικής αξίας θεμέλιο των σπουδών Γραμματικής μέχρι και την εποχή τής ευρωπαϊκής Αναγέννησης, αλλά και πολύτιμη βάση γιά τις Γραμματικές όλων των ευρωπαϊκών λογοτεχνικών γλωσσών. Εξαιτίας τού προσωνυμίου τού Διονυσίου δικαίως εικάζεται η θρακική καταγωγή τού ρηξικέλευθου επιστήμονα.
Η παρούσα μετάφραση
Γιά την παρούσα μετάφραση τής «Γραμματικής» τού Διονυσίου στην νεοελληνική, χρησιμοποιήθηκαν τρία κείμενα: (α΄) η έντυπη έκδοση τού πρωτοτύπου από τον A. I. Bekker, στα «Anecdota Graeca», τόμος β΄, Βερολίνο, 1816, (β΄) η ηλεκτρονική έκδοση τού πρωτοτύπου από την Bibliotheca Augustana, υπό τον τίτλο «Διονυσίου Θραικός Τέχνη Γραμματική» και (γ΄) η μελέτη «L’ Ars Grammatica di Dionisio Trace» τού Giovanni Costa, στην «Storiadelmondo» (n. 40, 27/03/2006).
Οδηγίες γιά την ανάγνωση
(α΄) Τα εντονότερα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν, αντί τής χρήσης εισαγωγικών, γιά τα είκοσι τέσσερα γράμματα τής ελληνικής γλώσσας, όταν αυτά υποδηλώνουν αποκλειστικά τον εαυτό τους. Το ίδιο συνέβη γιά τις διφθόγγους και γιά τις καταλήξεις λέξεων. Εντονότερα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν και γιά τις λέξεις ή τις προτάσεις (ομηρικούς στίχους) που ο συγγραφέας παραθέτει ως παραδείγματα. (β΄) Οι υποσημειώσεις είναι τού υποφαινόμενου και σκοπεύουν να διασαφηνίσουν το νόημα συγκεκριμένων σημείων τού κειμένου.
Αθανάσιος Τσακνάκης
12/12/2014
Διονύσιος ο Θρακιώτης
Γραμματική
- Εξώφυλλο της πρώτης αγγλικής μετάφρασης της Τέχνης Γραμματικής του Τόμας Ντέιβιντσον (Thomas Davidson), που εκδόθηκε το 1874.
Α΄. Η γραμματική
Γραμματική είναι η επιστήμη όσων συνήθως λέγονται από τους ποιητές και τους συγγραφείς. Χωρίζεται σε έξι μέρη.
Πρώτο: η έμπειρη ανάγνωση σύμφωνα με τον τονισμό.
Δεύτερο: η εξήγηση σύμφωνα με τις ενυπάρχουσες ποιητικές αλληγορίες[1].
Τρίτο: η πρόσφορη έκθεση των διαλέκτων[2] και των ιστορικών κειμένων.
Τέταρτο: η εύρεση τής ετυμολογίας.
Πέμπτο: ο υπολογισμός τής αναλογίας[3].
Έκτο: η κριτική των έργων, που είναι και το ωραιότερο όλων σε αυτή την επιστήμη.
Β΄. Η ανάγνωση
Ανάγνωση είναι η αλάνθαστη προφορά ποιημάτων ή συγγραμμάτων. Η ανάγνωση πρέπει να γίνεται κατά τρόπο παραστατικό, σύμφωνα με τον τονισμό και τον διαχωρισμό. Από τον παραστατικό τρόπο βλέπουμε την αρετή, από τον τονισμό την τέχνη, και από τον διαχωρισμό τα περιεχόμενα νοήματα. Να αναγιγνώσκουμε, λοιπόν, την τραγωδία με τρόπο ηρωικό, την κωμωδία με τρόπο καθημερινό, τα ελεγεία με τρόπο μελωδικό, το έπος ρωμαλέα, την λυρική ποίηση αρμονικά, τους θρήνους χαμηλόφωνα και γοερά. Όσα δεν εκτελούνται σύμφωνα με αυτές τις παρατηρήσεις, καταρρίπτουν τις αρετές των ποιητών και παρουσιάζουν ως καταγέλαστες τις ικανότητες των αναγνωστών.
Γ΄. Ο τόνος
Τόνος είναι η απήχηση τής αρμονικής φωνής, με ανάταση στους οξείς τόνους, με ομοιομορφία στους βαρείς, και με περιλύγισμα στους περισπώμενους.
Δ΄. Η στίξη
Τα σημεία στίξης είναι τρία: η τελεία, η άνω τελεία και το κόμμα. Η τελεία είναι σημάδι ολοκληρωμένου νοήματος, η άνω τελεία σημάδι λήψης αναπνοής, και το κόμμα σημάδι ανολοκλήρωτου νοήματος, που χρειάζεται επιπλέον στοιχεία. Σε τι, όμως, διαφέρει η τελεία από την άνω τελεία; Στον χρόνο. Στην τελεία το μεσοδιάστημα είναι πολύ, ενώ στην άνω τελεία παντελώς λίγο.
Ε΄. Η ραψωδία
Ραψωδία είναι ένα τμήμα ποιήματος, που συμπεριλαμβάνει μία υπόθεση. Ονομάζεται, λοιπόν, ραψωδία επειδή είναι σαν μία ραβδωδία, αφού όσοι απαγγέλουν ποιήματα τού Ομήρου τριγυρίζουν με ένα δάφνινο ραβδί.
ΣΤ΄. Τα γράμματα
Είκοσι τέσσερα είναι τα γράμματα από το α μέχρι το ω. Λέγονται γράμματα επειδή εντυπώνονται με γραμμές και ξυσμούς, επειδή το ξύνω λεγόταν γράφω από τους παλιούς, όπως συμβαίνει και στον Όμηρο: νῦν δέ μ᾽ ἐπιγράψας τάρσον ποδὸς εὔχεαι αὕτως. Αυτά ονομάζονται και στοιχεία, επειδή διαθέτουν κάποιον στοίχο και τάξη.
Από αυτά, επτά είναι τα φωνήεντα: α, ε, η, ι, ο, υ, ω. Λέγονται φωνήεντα επειδή αποτελούν φωνή από μόνα τους. Από τα φωνήεντα, δύο είναι μακρά, η και ω, δύο είναι βραχέα, ε και ο, και τρία είναι δίχρονα, α, ι, υ. Λέγονται δίχρονα επειδή εκτείνονται και συστέλλονται[4].
Τα προτακτικά φωνήεντα είναι πέντε: α, ε, η, ο, ω. Λέγονται προτακτικά επειδή σχηματίζουν συλλαβή όταν προτάσσονται στο ι και στο υ. Γιά παράδειγμα: αι, αυ. Τα υποτακτικά είναι δύο: ι και υ. Ενίοτε και το υ είναι προτακτικό τού ι, όπως στα μυῖα και ἅρπυια. Οι δίφθογγοι είναι έξι: αι, αυ, ει, ευ, οι, ου.
Σύμφωνα είναι τα δεκαεπτά που απομένουν: β, γ, δ, ζ, θ, κ, λ, μ, ν, ξ, π, ρ, σ, τ, φ, χ, ψ. Λέγονται σύμφωνα επειδή αυτά δεν διαθέτουν δική τους φωνή, αλλά αποτελούν φωνή συντασσόμενα με τα φωνήεντα. Από αυτά, οκτώ είναι τα ημίφωνα: ζ, ξ, ψ, λ, μ, ν, ρ, σ. Λέγονται ημίφωνα επειδή, στους μυγμούς και στους σιγμούς[5], είναι κατά τι λιγότερο εύφωνα από τα φωνήεντα. Τα άφωνα είναι εννέα: β, γ, δ, κ, π, τ, θ, φ, χ. Λέγονται άφωνα επειδή είναι περισσότερο κακόφωνα από τα άλλα, όπως αποκαλούμε άφωνο τον κακόφωνο τραγωδό. Από αυτά, ψιλά είναι τρία, κ, π, τ, δασέα είναι τρία, θ, φ, χ, και μέσα είναι τα άλλα τρία, β, γ, δ. Λέγονται μέσα επειδή είναι δασύτερα από τα ψιλά και ψιλότερα από τα δασέα. Μέσο, λοιπόν, τού π και τού φ είναι το β, τού κ και τού χ είναι το γ, τού θ και τού τ είναι το δ.
Η αντιστοιχία δασέων και ψιλών είναι η εξής: το φ γιά το π, ἀλλά μοι εἴφ᾽ ὅπηι ἔσχες ἰὼν εὐεργέα νῆα, το χ γιά το κ, αὐτίχ᾽ ὁ μὲν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕννυτ᾽ Ὀδυσσεύς, και το θ γιά το τ, ὣς ἔφαθ᾽· οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῆι.
Επίσης, από τα σύμφωνα, διπλά είναι τρία: ζ, ξ, ψ. Λέγονται διπλά επειδή καθένα τους αποτελείται από δύο σύμφωνα. Το ζ από το σ και το δ, το ξ από το κ και το σ, και το ψ από το π και το σ. Αμετάβλητα είναι τέσσερα: λ, μ, ν, ρ. Λέγονται αμετάβλητα επειδή δεν μεταβάλλονται ούτε στους μελλοντικούς χρόνους των ρημάτων ούτε στις κλίσεις των ονομάτων. Αυτά καλούνται και υγρά.
Πέντε είναι τα τελικά γράμματα των αρσενικών ονομάτων όταν αυτά είναι ανεπέκτατα, δηλαδή στην ονομαστική πτώση τού ενικού αριθμού: ν, ξ, ρ, σ, ψ. Παραδείγματα: Δίων, Φοῖνιξ, Νέστωρ, Πάρις, Πέλοψ. Οχτώ είναι των θηλυκών: α, η, ω, ν, ξ, ρ, σ, ψ. Παραδείγματα: Μοῦσα, Ἑλένη, Κλειώ, χελιδών, ἕλιξ, μήτηρ, Θέτις, λαῖλαψ. Έξι των ουδετέρων: α, ι, ν, ρ, σ, υ. Παραδείγματα: ἅρμα, μέλι, δένδρον, ὕδωρ, δέπας, δόρυ. Κάποιοι προσθέτουν και το ο, όπως στην λέξη ἄλλο. Τρία των δυϊκών αριθμών: α, ε, ω. Παραδείγματα: Ἀτρείδα, Ἕκτορε, φίλω. Τέσσερα των πληθυντικών αριθμών: ι, σ, α, η. Παραδείγματα: φίλοι, Ἕκτορες, βιβλία, βέλη.
Ζ΄. Η συλλαβή
Συλλαβή είναι κυρίως η από κοινού προφορά συμφώνων και φωνήεντος ή φωνηέντων, όπως κάρ, βοῦς. Καταχρηστικά, είναι και η προφορά ενός φωνήεντος, όπως α, η.
Η΄. Η μακρά συλλαβή
Μακρά γίνεται η συλλαβή με οχτώ τρόπους, εκ φύσεως τρεις και λόγω θέσεως πέντε.
Εκ φύσεως: (α’) όταν η συλλαβή εκφέρεται μέσω μακρών γραμμάτων, όπως ἥρως, (β’) όταν εμπεριέχει ένα δίχρονο που εκλαμβάνεται ως επεκτεινόμενο, όπως Ἄρης, και (γ’) όταν εμπεριέχει μία δίφθογγο, όπως Αἴας.
Λόγω θέσεως: (α’) όταν λήγει σε δύο σύμφωνα, όπως ἅλς, (β’) όταν ένα βραχύ ή βραχυνόμενο φωνήεν ακολουθείται από δύο σύμφωνα, όπως ἀγρός, (γ’) όταν λήγει σε απλό σύμφωνο και η επόμενη αρχίζει από σύμφωνο, όπως ἔργον, (δ’) όταν ακολουθείται από διπλό σύμφωνο, όπως ἔξω, και (ε’) όταν λήγει σε διπλό σύμφωνο, όπως Ἄραψ.
Θ΄. Η βραχεία συλλαβή
Βραχεία γίνεται η συλλαβή με δύο τρόπους: (α’) όταν εμπεριέχει ένα εκ φύσεως βραχύ γράμμα, όπως βρέφος, ή (β’) όταν εμπεριέχει ένα δίχρονο που εκλαμβάνεται ως συστελλόμενο, όπως Ἄρης.
Ι΄. Η κοινή συλλαβή
Κοινή γίνεται η συλλαβή με τρεις τρόπους: (α’) όταν λήγει σε μακρό φωνήεν και η επόμενη αρχίζει από φωνήεν, όπως οὔ τί μοι αἰτίη ἐσσί· θεοί νύ μοι αἴτιοί εἰσιν, (β’) όταν ένα βραχύ ή βραχυνόμενο φωνήεν ακολουθείται από δύο σύμφωνα, από τα οποία το δεύτερο είναι αμετάβλητο, ενώ το κατά συνένωση πρώτο είναι άφωνο, όπως Πάτροκλέ μοι δειλῆι πλεῖστον κεχαρισμένε θυμῶι, ή (γ’) όταν, όντας βραχεία, περατώνει ένα μέρος τού λόγου και η επόμενη αρχίζει από φωνήεν, όπως Νέστορα δ᾽ οὐκ ἔλαθεν ἰαχὴ πίνοντά περ ἔμπης.
ΙΑ΄. Η φράση
Φράση είναι το ελάχιστο μέρος τού συντασσόμενου λόγου. Λόγος είναι η σύνθεση απλής φράσης που δηλώνει αυτοτελές νόημα. Τα μέρη τού λόγου είναι οχτώ: όνομα, ρήμα, μετοχή, άρθρο, αντωνυμία, πρόθεση, επίρρημα, σύνδεσμος. Το επίθετο, εξάλλου, έχει θεωρηθεί ως είδος ονόματος.
ΙΒ΄. Το όνομα
Όνομα είναι το κλιτό μέρος τού λόγου που σημαίνει σώμα ή πράγμα, σώμα όπως λίθος, πράγμα όπως παιδεία, και που λέγεται είτε γενικά είτε συγκεκριμένα, γενικά όπως ἄνθρωπος, ἵππος, και συγκεκριμένα όπως Σωκράτης. Πέντε είναι τα χαρακτηριστικά τού ονόματος: γένος, είδος, μορφή, αριθμός, πτώση.
Τρία είναι τα γένη: αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο. Ορισμένοι προσθέτουν σε αυτά άλλα δύο, το κοινό και το μεικτό[6], κοινό όπως ἵππος, κύων, μεικτό όπως χελιδών, ἀετός.
Δύο είναι τα είδη: πρωτότυπο και παράγωγο. Πρωτότυπο είναι εκείνο που ειπώθηκε αρχετυπικά, όπως Γῆ, και παράγωγο είναι εκείνο που γεννήθηκε από άλλο, όπως Γαιήιος.
Επτά είναι τα είδη των παραγώγων: πατρωνυμικά, κτητικά, συγκριτικά, υπερθετικά, υποκοριστικά, παρώνυμα, ρηματικά.
(α’) Πατρωνυμικό είναι εκείνο που σχηματίζεται κυρίως από το πατρικό, και καταχρηστικά από το προγονικό, όπως Πηλείδης, Αἰακίδης, γιά τον Αχιλλέα. Τρεις είναι οι τύποι των αρσενικών πατρωνυμικών: σε –δης, σε –ων και σε –αδιος, όπως Ἀτρείδης, Ἀτρείων και ο ιδιαίτερος αιολικός τύπος, όπως Ὑρράδιος. Ὕρρα ονόμαζαν τον Πιττακό όταν ήταν παιδί. Τρεις είναι και οι τύποι των θηλυκών, σε –ις, όπως Πριαμίς, σε –ας, όπως Πελιάς, και σε –νη, όπως Ἀδρηστίνη. Από το όνομα των μητέρων δεν σχηματίζει πατρωνυμικό είδος ο Όμηρος, αλλά οι νεώτεροι.
(β’) Κτητικό είναι εκείνο που αποτελεί κτήμα, συμπεριλαμβανομένου και τού κτήτορα, όπως Νηλήϊαι ἵπποι, Ἑκτόρεος χιτών, Πλατωνικὸν βιβλίον.
(γ’) Συγκριτικό είναι εκείνο που φέρει την σύγκριση ενός ονόματος προς ένα άλλο, ομοιογενές, όπως Ἀχιλλεὺς ἀνδρειότερος Αἴαντος, ή ενός ονόματος προς πολλά ετερογενή, όπως Ἀχιλλεὺς ἀνδρειότερος τῶν Τρώων. Τρεις είναι οι τύποι των συγκριτικών: σε –τερος, όπως ὀξύτερος, βραδύτερος, σε –ιων, όπως βελτίων, καλλίων, και σε –ων, όπως κρείσσων, ἥσσων.
(δ’) Υπερθετικό είναι εκείνο που χρησιμοποιείται στην σύγκριση, ως προς την ένταση, ενός ονόματος έναντι πολλών. Δύο είναι οι τύποι του: σε –τατος, όπως ὀξύτατος, βραδύτατος, και σε –τος, όπως ἄριστος, μέγιστος.
(ε’) Υποκοριστικό είναι εκείνο που δηλώνει την μείωση τού πρωτοτύπου, εκτός συγκρίσεως, όπως ἀνθρωπίσκος, λίθαξ, μειρακύλλιον.
(στ’) Παρώνυμο είναι εκείνο που κατασκευάστηκε από μετατροπή άλλου ονόματος, όπως Θέων, Τρύφων.
(ζ’) Ρηματικό είναι εκείνο που προήλθε από ρήμα, όπως Φιλήμων, Νοήμων.
Οι μορφές των ονομάτων είναι τρεις: απλό, σύνθετο, παρασύνθετο. Απλό όπως Μέμνων, σύνθετο όπως Ἀγαμέμνων, παρασύνθετο όπως Ἀγαμεμνονίδης, Φιλιππίδης. Οι διαφορές των σύνθετων είναι τέσσερις. Κάποια συντίθενται από δύο πλήρεις λέξεις, όπως Χειρίσοφος, κάποια από δύο ελλιπείς, όπως Σοφοκλῆς, άλλα από μία ελλιπή και μία πλήρη, όπως Φιλόδημος, και άλλα από μία πλήρη και μία ελλιπή, όπως Περικλῆς.
Οι αριθμοί είναι τρεις: ενικός, δυϊκός, πληθυντικός. Ενικός: ὁ Ὅμηρος. Δυϊκός: τὼ Ὁμήρω. Πληθυντικός: οἱ Ὅμηροι. Υπάρχουν και ορισμένοι ενικοί τύποι, οι οποίοι λέγονται γιά πολλούς, όπως δῆμος, χορός, ὄχλος, αλλά και πληθυντικοί τύποι που λέγονται γιά ενικούς και δυϊκούς. Γιά ενικούς: Ἀθῆναι, Θῆβαι. Γιά δυϊκούς: ἀμφότεροι.
Οι πτώσεις των ονομάτων είναι πέντε: ορθή, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική. Η ορθή λέγεται και ονομαστική και ευθεία, η γενική λέγεται και κτητική και πατρική, η δοτική λέγεται και επισταλτική, η αιτιατική λέγεται και κατ’ αιτιατική, και η κλητική λέγεται και προσαγορευτική.
Υποκατηγορίες τού ονόματος είναι και τα ακόλουθα, τα οποία επίσης ονομάζονται είδη: κύρια, προσηγορικά, επίθετα, σχετικά με κάτι, κατά κάποιον τρόπο σχετικά, ομώνυμα, συνώνυμα, φερώνυμα, διώνυμα, επώνυμα, εθνικά, ερωτηματικά, αόριστα, αναφορικά, που ονομάζονται και ομοιωματικά και δεικτικά και ανταποδοτικά, περιληπτικά, επιμεριζόμενα, περιεκτικά, ηχομιμητικά, γενικά, ειδικά, τακτικά, αριθμητικά, απόλυτα, μετουσιαστικά.
(α’) Κύριο είναι εκείνο που σημαίνει την ιδιαίτερη ουσία, όπως Ὅμηρος, Σωκράτης.
(β’) Προσηγορικό είναι εκείνο που σημαίνει την κοινή ουσία, όπως ἄνθρωπος, ἵππος.
(γ’) Επίθετο είναι εκείνο που τίθεται ομώνυμα σε ένα κύριο ή σε ένα προσηγορικό, δηλώνοντας έπαινο ή ψόγο. Χωρίζεται σε τρία είδη: το ψυχικό, το σωματικό και το εξωτερικό. Ψυχικό: σώφρων, ἀκόλαστος. Σωματικό: ταχύς, βραδύς. Εξωτερικό: πλούσιος, πένης.
(δ’) Σχετικό με κάτι[7] είναι, γιά παράδειγμα, το πατήρ, το υἱός, το φίλος, το δεξιός.
(ε’) Κατά κάποιον τρόπο σχετικό[8] είναι, γιά παράδειγμα, το νύξ, το ἡμέρα, το θάνατος, το ζωή.
(στ’) Ομώνυμο είναι εκείνο το όνομα που τίθεται ομωνύμως σε πολλά. Είναι είτε κύριο, όπως Αἴας ὁ Τελαμώνιος, Αἴας ὁ Ὀϊλέως, είτε προσηγορικό, όπως μῦς θαλάσσιος, μῦς γηγενής.
(ζ’) Συνώνυμο είναι εκείνο που με διαφορετικά ονόματα δηλώνει το ίδιο πράγμα, όπως ἄορ, ξίφος, μάχαιρα, σπάθη, φάσγανον.
(η’) Φερώνυμο είναι εκείνο που έχει τεθεί εξαιτίας κάποιου συμβάντος, όπως Τισαμενός, Μεγαπένθης.
(θ’) Διώνυμο έχουμε όταν δύο ονόματα τάσσονται αντί ενός κυρίου, όπως Ἀλέξανδρος ὁ καὶ Πάρις, χωρίς να αλλάζει νόημα ο λόγος και χωρίς να εννοείται ότι εάν κάποιος είναι Ἀλέξανδρος, αυτός θα είναι και Πάρις.
(ι’) Επώνυμο, που ονομάζεται και διώνυμο, είναι εκείνο που, μαζί με ένα άλλο κύριο, λέγεται γιά μία έννοια[9], όπως Ἐνοσίχθων ὁ Ποσειδῶν, Φοῖβος ὁ Ἀπόλλων.
(ια’) Εθνικό είναι το δηλωτικό τού έθνους, όπως Φρύξ, Γαλάτης.
(ιβ’) Ερωτηματικό, που ονομάζεται και διερευνητικό, είναι εκείνο που λέγεται στις ερωτήσεις, όπως τίς, ποῖος, πόσος, πηλίκος.
(ιγ’) Αόριστο είναι εκείνο που λέγεται κατέναντι τού ερωτηματικού, όπως ὅστις, ὁποῖος, ὁπόσος, ὁπηλίκος.
(ιδ’) Αναφορικό, που ονομάζεται και ομοιωματικό και δεικτικό και ανταποδοτικό, είναι εκείνο που σημαίνει ομοίωση, όπως τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος.
(ιε’) Περιληπτικό είναι εκείνο που, όντας στον ενικό αριθμό, σημαίνει πλήθος, όπως δῆμος, χορός, ὄχλος.
(ιστ’) Επιμεριζόμενο είναι εκείνο που, προερχόμενο από δύο ή περισσότερα, αναφέρεται σε ένα, όπως ἑκάτερος, ἕκαστος.
(ιζ’) Περιεκτικό είναι εκείνο που φανερώνει εντός του κάποιο περιεχόμενο, όπως δαφνών, παρθενών.
(ιη’) Ηχομιμητικό είναι εκείνο που λέγεται κατά μίμηση των ιδιοτήτων των ήχων, όπως φλοῖσβος, ῥοῖζος, ὀρυμαγδός.
(ιθ’) Γενικό είναι εκείνο που δύναται να διαιρεθεί σε πολλά είδη, όπως ζῶον, φυτόν.
(κ’) Ειδικό είναι εκείνο που προέρχεται από την διαίρεση τού γένους, όπως βοῦς, ἵππος, ἄμπελος, ἐλαία.
(κα’) Τακτικό είναι εκείνο που δηλώνει τάξη, όπως πρῶτος, δεύτερος, τρίτος.
(κβ’) Αριθμητικό είναι εκείνο που σημαίνει αριθμό, όπως εἷς, δύο, τρεῖς.
(κγ’) Απόλυτο είναι εκείνο που νοείται αυτό καθ’ εαυτό, όπως θεός, λόγος.
(κδ’) Μετουσιαστικό είναι εκείνο που μετέχει κάποιας ουσίας, όπως πύρινος, δρύϊνος, ἐλάφινος.
Οι διαθέσεις των ονομάτων είναι δύο: ενεργητική και παθητική. Ενεργητική, όπως κριτής, αυτός που κρίνει. Παθητική, όπως κριτός, αυτός που κρίνεται.
ΙΓ΄. Το ρήμα
Ρήμα είναι μία λέξη χωρίς πτώσεις, ικανή να υποδεικνύει χρόνο, πρόσωπο και αριθμό, και να υποδηλώνει ενεργητική ή παθητική μορφή. Οχτώ είναι τα χαρακτηριστικά τού ρήματος: έγκλιση, διάθεση, είδος, μορφή, αριθμός, πρόσωπο, χρόνος, συζυγία.
Πέντε είναι οι εγκλίσεις του: οριστική, προστακτική, ευκτική, υποτακτική, απαρέμφατο.
Τρεις είναι οι διαθέσεις του: ενεργητική, παθητική, μέση. Ενεργητική, όπως τύπτω, παθητική, όπως τύπτομαι, μέση – η οποία άλλοτε δηλώνει ενέργεια και άλλοτε πάθος – όπως πέποιθα, διέφθορα, ἐποιησάμην, ἐγραψάμην.
Δύο είναι τα είδη του: πρωτότυπο και παράγωγο. Πρωτότυπο, όπως ἄρδω, παράγωγο, όπως ἀρδεύω.
Τρεις είναι οι μορφές του: απλό, σύνθετο, παρασύνθετο. Απλό, όπως φρονῶ, σύνθετο, όπως καταφρονῶ, παρασύνθετο, όπως ἀντιγονίζω, φιλιππίζω.
Τρεις είναι οι αριθμοί του: ενικός, δυϊκός, πληθυντικός. Ενικός, όπως τύπτω, δυϊκός, όπως τύπτετον, πληθυντικός, όπως τύπτομεν.
Τρία είναι τα πρόσωπά του: πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Πρώτο είναι εκείνο, από το οποίο προέρχεται ο λόγος. Δεύτερο είναι εκείνο, προς το οποίο απευθύνεται ο λόγος. Τρίτο είναι εκείνο, γιά το οποίο γίνεται λόγος.
Τρεις είναι οι χρόνοι: παροντικός, παρελθοντικός και μέλλοντας. Ο παρελθοντικός έχει τέσσερις διαφοροποιήσεις: τον παρατατικό, τον παρακείμενο, τον υπερσυντέλικο και τον αόριστο. Τρεις είναι οι συγγένειές τους: τού ενεστώτα προς τον παρατατικό, τού παρακειμένου προς τον υπερσυντέλικο, και τού αορίστου προς τον μέλλοντα.
ΙΔ΄. Η συζυγία
Συζυγία είναι μία ακολουθία κλίσης ρημάτων.
Έξι είναι οι συζυγίες των βαρύτονων ρημάτων. (α’) Η πρώτη εκφέρεται με το β ή το φ ή το π ή το πτ, όπως λείβω, γράφω, τέρπω, κόπτω. (β’) Η δεύτερη εκφέρεται με το γ ή το κ ή το χ ή το κτ, όπως λέγω, πλέκω, τρέχω, τίκτω. (γ’) Η τρίτη εκφέρεται με το δ ή το θ ή το τ, όπως ἄιδω, πλήθω, ἀνύτω. (δ’) Η τέταρτη εκφέρεται με το ζ ή με το διπλό σ, όπως φράζω, νύσσω, ὀρύσσω. (ε’) Η πέμπτη εκφέρεται με τα τέσσερα αμετάβλητα γράμματα, λ, μ, ν, ρ, όπως πάλλω, νέμω, κρίνω, σπείρω. (στ’) Η έκτη εκφέρεται με το καθαρό ω, όπως ἱππεύω, πλέω, βασιλεύω. Ορισμένοι εισάγουν και έβδομη συζυγία, που εκφέρεται με το ξ και το ψ, όπως ἀλέξω, ἕψω.
Τρεις είναι οι συζυγίες των περισπωμένων ρημάτων. (α’) Η πρώτη εκφέρεται με την δίφθογγο ει στο δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, όπως νοῶ, νοεῖς, νοεῖ. (β’) Η δεύτερη εκφέρεται με την δίφθογγο αι, όπου το ι προσγράφεται αλλά δεν προφέρεται, όπως βοῶ, βοᾶις, βοᾶι. (γ’) Η τρίτη εκφέρεται με την δίφθογγο οι, όπως χρυσῶ, χρυσοῖς, χρυσοῖ.
Τέσσερις είναι οι συζυγίες των ρημάτων που λήγουν σε –μι. (α’) Η πρώτη προέρχεται από την πρώτη των περισπωμένων, όπως σχηματίστηκε το τίθημι από το τιθῶ. (β’) Η δεύτερη προέρχεται από την δεύτερη[10], όπως σχηματίστηκε το ἵστημι από το ἱστῶ. (γ’) Η τρίτη προέρχεται από την τρίτη[11], όπως σχηματίστηκε το δίδωμι από το διδῶ. (δ’) Η τέταρτη προέρχεται από την έκτη των βαρύτονων, όπως σχηματίστηκε το πήγνυμι από το πηγνύω.
ΙΕ΄. Η μετοχή
Μετοχή είναι η λέξη που μετέχει τής ιδιότητας και των ρημάτων και των ονομάτων. Αυτή χαρακτηρίζεται από όσα χαρακτηρίζουν και τα ονόματα και τα ρήματα, εκτός των προσώπων και των εγκλίσεων.
ΙΣΤ΄. Το άρθρο
Άρθρο είναι εκείνο το μέρος τού λόγου που έχει πτώσεις και τοποθετείται πριν ή μετά από την κλίση των ονομάτων. Τοποθετείται πριν, όπως το ὁ, και μετά, όπως το ὅς. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά του: γένος, αριθμός, πτώση. Τρία είναι τα γένη του: ὁ ποιητής, ἡ ποίησις, τὸ ποίημα. Τρεις και οι αριθμοί του: ενικός, δυϊκός, πληθυντικός. Ενικός: ὁ, ἡ, τό. Δυϊκός: τώ, τά. Πληθυντικός: οἱ, αἱ, τά. Πτώσεις: ὁ, τοῦ, τῶι, τόν, ὦ, ἡ, τῆς, τῆι, τήν, ὦ.
ΙΖ΄. Η αντωνυμία
- Σχόλιο για τη γραμματική του Διονυσίου Θρακός. Άγνωστη Προέλευση
Αντωνυμία είναι η λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα και δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο. Η αντωνυμία έχει έξι χαρακτηριστικά: πρόσωπο, γένος, αριθμό, πτώση, μορφή, είδος. Τα πρόσωπα των πρωτοτύπων αντωνυμιών είναι τα ἐγώ, σύ, ἵ, και των παραγώγων είναι τα ἐμός, σός, ὅς. Τα γένη των πρωτοτύπων δεν διακρίνονται μέσω τής φωνής, αλλά μέσω αυτού που τα πρωτότυπα υποδεικνύουν, όπως ἐγώ. Των παραγώγων διακρίνονται, όπως ὁ ἐμός, ἡ ἐμή, τὸ ἐμόν. Οι αριθμοί των πρωτοτύπων είναι ο ενικός, ἐγώ, σύ, ἵ, ο δυϊκός, νῶϊ, σφῶϊ, και ο πληθυντικός, ἡμεῖς, ὑμεῖς, σφεῖς. Των παραγώγων είναι ο ενικός, ἐμός, σός, ὅς, ο δυϊκός, ἐμώ, σώ, ὥ, και ο πληθυντικός, ἐμοί, σοί, οἵ. Οι πτώσεις των πρωτοτύπων είναι η ονομαστική, ἐγώ, σύ, ἵ, η γενική, ἐμοῦ, σοῦ, οὗ, η δοτική, ἐμοί, σοί, οἷ, η αιτιατική, ἐμέ, σέ, ἕ, και η κλητική, σύ. Των παραγώγων είναι ἐμός, σός, ὅς, με γενική ἐμοῦ, σοῦ, οὗ, δοτική ἐμῶι, σῶι, ὧι, και αιτιατική ἐμόν, σόν, ὅν. Οι μορφές είναι δύο: απλή και σύνθετη. Απλή, όπως ἐμοῦ, σοῦ, οὗ, και σύνθετη, όπως ἐμαυτοῦ, σαυτοῦ, ἑαυτοῦ. Σχετικά με τα είδη, άλλες είναι πρωτότυπες, όπως ἐγώ, σύ, ἵ, και άλλες παράγωγες, όπως όλες οι κτητικές, που ονομάζονται και διπρόσωπες. Παράγονται ως εξής: από τους ενικούς εκείνες που δηλώνουν έναν κτήτορα, όπως ἐμός από την ἐμοῦ, από τους δυϊκούς εκείνες που δηλώνουν δύο κτήτορες, όπως νωΐτερος από την νῶϊ, και από τους πληθυντικούς εκείνες που δηλώνουν πολλούς, όπως ἡμέτερος από την ἡμεῖς. Άλλες αντωνυμίες δεν έχουν άρθρο, άλλες έχουν. Χωρίς άρθρο: ἐγώ. Με άρθρο: ὁ ἐμός.
ΙΗ΄. Η πρόθεση
Πρόθεση είναι εκείνη η λέξη που τοποθετείται εμπρός από όλα τα μέρη τού λόγου κατά την σύνθεση και την σύνταξη. Όλες οι προθέσεις είναι δεκαοχτώ. Έξι είναι οι μονοσύλλαβες: ἐν, εἰς, ἐξ, σύν, πρό, πρός. Αυτές δεν αναστρέφονται[12]. Δώδεκα είναι οι δισύλλαβες: ἀνά, κατά, διά, μετά, παρά, ἀντί, ἐπί, περί, ἀμφί, ἀπό, ὑπό, ὑπέρ.
ΙΘ΄. Το επίρρημα
Επίρρημα είναι το άκλιτο μέρος τού λόγου, το οποίο χρησιμοποιείται είτε σύμφωνα με το ρήμα είτε σε σύνδεση με το ρήμα. Άλλα επιρρήματα είναι απλά και άλλα σύνθετα, απλά όπως το πάλαι, σύνθετα όπως το πρόπαλαι.
(α’) Υπάρχουν εκείνα που δηλώνουν τον χρόνο[13], όπως νῦν, τότε, αὖθις. Υποκατηγορία αυτών είναι όσα σημαίνουν τις συνθήκες[14], όπως σήμερον, αὔριον, τόφρα, τέως, πηνίκα.
(β’) Εκείνα που δηλώνουν την μεσότητα, όπως καλῶς, σοφῶς.
(γ’) Τα ποιοτικά, όπως πύξ, λάξ, βοτρυδόν, ἀγεληδόν.
(δ’) Τα ποσοτικά, όπως πολλάκις, ὀλιγάκις.
(ε’) Εκείνα που δηλώνουν αριθμό, όπως δίς, τρίς, τετράκις.
(στ’) Τα τοπικά, όπως ἄνω, κάτω. Τρεις είναι οι μορφές τους: στάση σε τόπο, κίνηση προς τόπο, κίνηση από τόπο. Παραδείγματα: οἴκοι, οἴκαδε, οἴκοθεν.
(ζ’) Εκείνα που σημαίνουν ευχή, όπως εἴθε, αἴθε, ἄβαλε.
(η’) Τα σχετλιαστικά[15], όπως παπαῖ, ἰού, φεῦ.
(θ’) Εκείνα που εκφράζουν άρνηση ή αρνητική απόφαση, όπως οὔ, οὐχί, οὐδῆτα, οὐδαμῶς.
(ι’) Εκείνα που εκφράζουν συγκατάθεση, όπως ναί, ναίχι.
(ια’) Τα απαγορευτικά, όπως μή, μηδῆτα, μηδαμῶς.
(ιβ’) Εκείνα που δηλώνουν παραβολή ή ομοίωση, όπως ὡς, ὥσπερ, ἠΰτε, καθάπερ.
(ιγ’) Τα θαυμαστικά, όπως βαβαὶ.
(ιδ’) Εκείνα που σημαίνουν εικασία, όπως ἴσως, τάχα, τυχόν.
(ιε’) Τα τακτικά, όπως ἑξῆς, ἐφεξῆς, χωρίς.
(ιστ’) Τα αθροιστικά, όπως ἄρδην, ἅμα, ἤλιθα.
(ιζ’) Τα παρακελευστικά, όπως εἶα, ἄγε, φέρε.
(ιη’) Τα συγκριτικά, όπως μᾶλλον, ἧττον.
(ιθ’) Τα ερωτηματικά, όπως πόθεν, πηνίκα, πῶς.
(κ’) Τα επιτατικά, όπως λίαν, σφόδρα, πάνυ, ἄγαν, μάλιστα.
(κα’) Εκείνα που δηλώνουν σύλληψη, όπως ἅμα, ὁμοῦ, ἄμυδις.
(κβ’) Εκείνα που σημαίνουν ένορκη άρνηση, όπως μά.
(κγ’) Εκείνα που δηλώνουν ένορκη κατάφαση, όπως νή.
(κδ’) Τα βεβαιωτικά, όπως δηλαδή.
(κε’) Τα θετικά, όπως γραπτέον, πλευστέον.
(κστ’) Τα εκθειαστικά, όπως εὐοῖ, εὐάν.
Κ΄. Ο σύνδεσμος
Σύνδεσμος είναι εκείνη η λέξη που συνδέει με τάξη ένα νόημα και που δηλώνει το χάσμα τής έκφρασης[16]. Άλλοι σύνδεσμοι είναι συμπλεκτικοί, άλλοι διαζευκτικοί, άλλοι συναπτικοί, άλλοι παρασυναπτικοί, άλλοι αιτιολογικοί, άλλοι απορρηματικοί, άλλοι συλλογιστικοί, άλλοι παραπληρωματικοί.
(α’) Συμπλεκτικοί είναι όσοι συνδέουν την ομιλία όταν καθίσταται απέραντη. Είναι οι ακόλουθοι: μέν, δέ, τέ, καί, ἀλλά, ἠμέν, ἠδέ, ἀτάρ, αὐτάρ, ἤτοι.
(β’) Διαζευκτικοί είναι όσοι, ενώ συνδέουν την φράση, αντιδιαστέλλουν ένα πράγμα από ένα άλλο πράγμα. Είναι οι ακόλουθοι: ἤ, ἤτοι, ἠέ.
(γ’) Συναπτικοί είναι όσοι, ενώ δεν δηλώνουν ύπαρξη[17], σημαίνουν ακολουθία. Είναι οι ακόλουθοι: εἴ, εἴπερ, εἰδή, εἰδήπερ.
(δ’) Παρασυναπτικοί είναι όσοι δηλώνουν και ύπαρξη και τάξη. Είναι οι ακόλουθοι: ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή, ἐπειδήπερ.
(ε’) Αιτιολογικοί είναι όσοι χρησιμοποιούνται προκειμένου να αποδώσουν αιτία. Είναι οι ακόλουθοι: ἵνα, ὄφρα, ὅπως, ἕνεκα, οὕνεκα, διό, διότι, καθ᾽ ὅ, καθ᾽ ὅτι, καθ᾽ ὅσον.
(στ’) Απορρηματικοί είναι όσοι συνηθίζουν να συνδέουν εκφράζοντας αμφιβολία. Είναι οι ακόλουθοι: ἆρα, κἆτα, μῶν.
(ζ’) Συλλογιστικοί είναι όσοι διάκεινται καλώς έναντι τής απόδοσης και τής σύλληψης των αποδείξεων. Είναι οι ακόλουθοι: ἄρα, ἀλλά, ἀλλαμήν, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν.
(η’) Παραπληρωματικοί είναι όσοι χρησιμοποιούνται γιά χάρη τού μέτρου ή τής κόσμησης. Είναι οι ακόλουθοι: δή, ῥά, νύ, ποῦ, τοί, θήν, ἄρ, δῆτα, πέρ, πώ, μήν, ἄν, αὖ, νῦν, οὖν, κέν, γέ.
Ορισμένοι προσθέτουν και εναντιωματικούς, όπως ἔμπης, ὅμως.
*** *** ***
Adespoton: Kommentar zur Grammatik des Dionysios Thrax
Adespoton: Σχόλιο για τη γραμματική του Διονυσίου Θρακός. Άγνωστη Προέλευση
Εξώφυλλο της πρώτης αγγλικής μετάφρασης της Τέχνης Γραμματικής του Τόμας Ντέιβιντσον (Thomas Davidson), που εκδόθηκε το 1874.
[1] Γιά την κατανόηση ενός κειμένου είναι απαραίτητη η γνώση τής έννοιας και τής χρήσης τής αλληγορίας, αγαπημένου τρόπου έκφρασης κυρίως των ποιητών. Η αλληγορία είναι μία μη κυριολεκτική ή συμβολική μέθοδος διατύπωσης ενός νοήματος, μία τεχνική γιά να λέμε «κάτι» λέγοντας «κάτι άλλο».
[2] Εννοούνται οι διάλεκτοι τής ελληνικής γλώσσας, όπως η δωρική, η αιολική και άλλες, οι οποίες παρουσιάζουν γραμματικές διαφορές.
[3] Ως «υπολογισμός τής αναλογίας» εννοείται η εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων, σχετικών με διάφορα γραμματικά φαινόμενα, και η διατύπωση αληθών κανόνων, με γνώμονα το τι αναλογεί σε κάθε περίπτωση. Παράδειγμα: το θηλυκό γένος τού επιθέτου «βραδύς» είναι «βραδεῖα», κατ’ αναλογία προς το «ταχύς» και το «ταχεῖα», άρα τα αρσενικού γένους επίθετα σε «-ύς» σχηματίζουν το θηλυκό τους σε «-εῖα».
[4] Δηλαδή: άλλοτε εκλαμβάνονται ως μακρά και άλλοτε ως βραχέα.
[5] Μυγμός: ο συνεχώς ή ανά διαστήματα επαναλαμβανόμενος ήχος τού γράμματος «μ», το «μούγκρισμα». Σιγμός: ο συνεχώς ή ανά διαστήματα επαναλαμβανόμενος ήχος τού γράμματος «σ», το «σύριγμα».
[6] Οι λέξεις «ἵππος» και «κύων» ανήκουν στο κοινό είδος, επειδή είναι και αρσενικού και θηλυκού γένους, ανάλογα με το άρθρο που τοποθετείται ή εννοείται πριν από αυτές, ενώ οι λέξεις «χελιδών» και «ἀετός» ανήκουν στο μεικτό είδος, επειδή – καίτοι είναι ενός γένους – υπονοούν άλλοτε το αρσενικό και άλλοτε το θηλυκό.
[7] «Σχετικό με κάτι»: το όνομα «υἱός» είναι σχετικό με το όνομα «πατήρ», δηλαδή δεν δύναται να είναι κάποιος «υἱός» εάν δεν διαθέτει «πατέρα».
[8] «Κατά κάποιον τρόπο σχετικό»: το όνομα «νύξ» είναι σχετικό με το όνομα «ἡμέρα» κατά τον τρόπο με τον οποίο η γλωσσική κοινότητα αντιλαμβάνεται τις εναλλαγές τού φυσικού φωτός και σκότους στο περιβάλλον όπου ζει.
[9] Η διαφορά μεταξύ τού «επωνύμου» και τού προαναφερόμενου «διωνύμου» είναι η εξής: ο «Ἀλέξανδρος» ονομάζεται και «Πάρις», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε «Ἀλέξανδρος» ονομάζεται και «Πάρις», αλλά ο «Ποσειδῶν» ονομάζεται και «Ἐνοσίχθων» επειδή μόνον ο «Ποσειδῶν» ονομάζεται «Ἐνοσίχθων».
[10] Εννοείται «των περισπωμένων».
[11] Εννοείται «των περισπωμένων».
[12] Δηλαδή δεν τοποθετούνται μετά από την λέξη με την οποία συνδέονται νοηματικά, όπως ενίοτε συμβαίνει με τις δώδεκα δισύλλαβες προθέσεις.
[13] Πρόκειται γιά τα λεγόμενα «χρονικά επιρρήματα», κατά την σύγχρονη ορολογία.
[14] Και εδώ πρόκειται γιά «χρονικά επιρρήματα», κατά την σύγχρονη ορολογία.
[15] Πρόκειται γιά εκείνα τα επιρρήματα που εκφράζουν ταυτόχρονα και παράπονο και αγανάκτηση.
[16] «Χάσμα τής έκφρασης» (παράδειγμα): «πρώτῃσι καὶ ὑστατίῃσι βόεσσι» σημαίνει «δίπλα στα πρώτα και στα τελευταία βόδια», αλλά είναι αδύνατο να βρίσκεται το ίδιο άτομο, ταυτόχρονα, σε αυτές τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις, οπότε ο σύνδεσμος «και» εκφράζει νοηματικά και καλύπτει συντακτικά το χωρικό και χρονικό χάσμα (κενό, έλλειψη) στην διατύπωση τής μετακίνησης και τής στάσης τού ατόμου στις δύο θέσεις.
[17] Δηλαδή, στον υποθετικό λόγο, δεν δηλώνουν την υποχρεωτική αλληλουχία μεταξύ υπόθεσης και απόδοσης, σε αντίθεση με τους παρασυναπτικούς που την δηλώνουν.