ΠΟΝΤΟΣ – ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ, ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

.

Τὸ ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Τραπεζοῦντα
Τὸ ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Τραπεζοῦντα

 

ΠΟΝΤΟΣ – Ταξίδι στὸ Χρόνο, Τόπο τοῦ Χθες καὶ τοῦ Σήμερα

,

Τῆς Δέσποινας Πολυχρονίδου

 

……….Ἐδῶ καὶ μία σχεδὸν δεκαετία, περιέρχομαι στὸ χάρτη πάνω τοῦ Πόντου, τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ, μοναστήρια, ποτάμια καὶ κοιλάδες, βουνά, ὀροσειρές, ὀροπέδια, χαρᾶδρες, δάση, ἀκτές, λιμάνια καὶ ἀκρωτήρια, ἀρπαγμένη μία ἀπό τὸν Ἀνατολικό καὶ μία ἀπό τὸ Δυτικὸ Πόντο.

……….Κι ἐπιτέλους, μετὰ ἀπό τόσων χρόνων περιπλάνηση πάνω στὸ χάρτη, τὸ ταξίδι μου στὸν Πόντο, ταξίδεμα ἀληθινό. Καὶ βιάζομαι, ὅλοι βιαζόμαστε, νὰ ταξιδευτοῦμε βαθιὰ στὸ χρόνο, σὲ κάθε στιγμὴ τοῦ τότε καὶ τοῦ σήμερα, ἀνυπομονώντας, ἀπό ὅποια περιοχὴ κι ἄν καταγόμαστε, νὰ φτάσουμε στὴν πρωτεύουσά μας, τὴν Τραπεζοῦντα.

……….Καὶ πιὰ ὅλο καὶ πλησιάζουμε. Ἔχουμε φύγει μόλις ἀπό τὴ Σαμψοῦντα, ἀφοῦ πρὶν εἴχαμε ἀφήσει πίσω τὴν Πάφρα καὶ τὸν Ἄλυ ποταμὸ – «Ὁ μεγαλύτερος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας», θὰ μᾶς πεῖ ὁ φίλος μας Ναζμί, ὅτι στὸ γυρισμὸ γιὰ τὴν Ἑλλάδα θὰ περάσουμε ἀπό τὴν Ἀμάσεια καὶ τὴ Μερζιφοῦντα.

……….Καὶ θὰ μᾶς πεῖ ἀκόμα, μεταξὺ πολλῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ὅτι πηγάζει ἀπό τὸν Ἀντίταυρο, τὸ γνωστὸ ὄρος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ χύνεται στὴ Μαύρη θάλασσα, διαβρέχοντας τὸ ὑψίπεδο, λίγο πρὶν τὴ Μερζιφοῦντα ποὺ ἀπλώνεται, ὑπερήφανα. Μᾶς εἶπε καὶ γιὰ τὸ ἔδαφος, τὸ εὕφορο, ποὺ παράγει πολὺ καλῆς ποιότητας ρύζι…

……….[ ] Ἡ Μαύρη θάλασσα ἀριστερά μου, ἀκυμάτιστη ἴσως. Στὰ μάτια μου θολοῦρα. Δὲν διακρίνω καλὰ τὴν εἰκόνα της, ὁ οὐρανός εἶναι συννεφιασμένος. Ἡ ὄμορφη Βίκη – Βικτωρία Γερασιμίδου κι ὄχι μόνο ὡραία στὴ μορφή, ἡ φίλη φιλόλογος ἀπό τὴν Κατερίνη, «στὴν Τραπεζοῦντα θὰ κλάψουμε μαζὶ» μοῦ ’λεγε ἀπό τὴ στιγμὴ ποὺ περάσαμε στὸν Πόντο.

……….Ἡ φωνὴ τοῦ φίλου Ναζμῆ Ἀρίφ, μακρινὸς ἀπόηχος. Γιὰ ἱστορία καὶ πολιτισμό, ποὺ φέρνουν συγκινήσεις, μιλᾶ, ἐνῷ ταξιδεύομαι ἡ φωνὴ τοῦ πατέρα μου. Τὸ’ ξερα, τὸ φοβόμουν, πὼς ἡ Τραπεζοῦντα κι ἡ Ἀργυρούπολη κι ἡ Χαλδία ὁλόκληρη, θὰ μοῦ ’φερναν ἀναμνήσεις ἀπό τὴν οἰκογένεια. Πολλὰ δὲν ἔλεγε ὁ πατέρας μου, ἁπλῶς μόνο ὑπερηφανευόταν, γιὰ τὴν ἀγάπη τους στὰ Γράμματα. Γιὰ σχολεῖα ποὺ ἔχτισε παλιὰ ἡ οἰκογένειά τους – «Μᾶς τὰ στέρησε τὰ Γράμματα ὁ πόλεμος», πικραινόταν.

……….Οἱ πιὸ πολλὲς μνῆμες του ἦταν ἀπό τὸ σπίτι τους στὸ κτῆμα, στὰ ἐνδότερα τῆς Χαλδίας. Ἡ θύμηση ὅμως, Τραπεζομάντιλο περσικό από αστικό σπίτι του Βατούμ.ποὺ ἰδιαίτερα συγκινοῦσε τὸν πατέρα μου, ἦταν τὰ «περσικὰ» ποὺ ἔμαθε στὸ λιμάνι τῆς Τραπεζοῦντας ποὺ ’ρχονταν, τὰ φορτωμένα περσικοὺς τάπητες καὶ μεταξωτὰ ἴσως, ἤ τὶ ἄλλο, ποιὸς ξέρει. – Ἡ ἱστορία γράφει, ναὶ, γιὰ ὅλα αὐτά, ἀλλά θὰ μποροῦσα νὰ ’χω ἀπό αὐτόπτη μάρτυρα ζωντανὴ τὴν εἰκόνα τῶν καραβανιῶν ἀπ’ τὴν Περσία. Εἶναι καὶ ἡ φωνὴ τοῦ ξεναγοῦ μας π’ ἀκούγεται λέγοντας κάτι γιὰ μετάξι. Καὶ συνειρμικὰ θυμᾶμαι ἀπό διαβάσματα καὶ ἀκούσματα βέβαια, τὰ μεταξωτὰ τῆς Τραπεζοῦντας. Μέσα μου κι ὁ θυμός. Γιὰ τὸ ποὺ δὲ ρωτοῦσα τὸν πατέρα μου καὶ τὸν παπποῦ μου Χρῆστο Μουρατίδη, νὰ μάθῳ λεπτομέρειες γιὰ κάποια πράγματα. Σὰν κι ὁ παπποὺς κι ὁ πατέρας μου ὅσο κι ἐγὼ θὰ ζοῦσαν γιὰ νὰ μοῦ προλαβαίνουν τὶς ἀπορίες μου.

……….Στὴν Τραπεζοῦντα ἦταν σὰν σὲ ἄλλη ἐποχή νὰ βρίσκομαι. Ταξίδια σὲ πιὸ πέρα ἐποχές. Στὴ χώρα τὴν Τραπεζούντια. Ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ Μεσαίωνα καὶ τὴν Ἱερά Ἐξέταση τῆς Δύσης. Ὅπου κι ὁ λαὸς ἐπέλεγε, κατὰ τοὺς ἱστορικούς κι ὅπως τὰ γεγονότα καταγράφονται, τὸν ἡγεμόνα τοῦ ὁποίου ἤθελε νὰ εἶναι ὑπήκοος – ἔντονα ἀντιδρώντας σὲ ἡγεμόνες ποὺ δὲν ἦταν τῆς ἀρεσκείας του. Κι ὁπού στὰ μοναστήρια της, ἐμπνευσμένοι ἱερομόναχοι, ἀπό πολὺ νωρὶς, μελετοῦν τὴν Ἀρχαία Ἑλληνική Γραμματεία. Ἐντρυφοῦν ἀνακαλύπτοντας τὸν ἑλληνικό στοχασμὸ – Φιλοσοφία, Ἀστρονομία, Μαθηματικά, τραγικοὺς ποιητές. Καὶ θεμελιώνουν, ἀφοσιωμένοι Ὀρθόδοξοι, μὲ φωτισμένους τῆς Δύσης, τὴν Ἀναγέννηση.

……….Γιὰ τὸν ἱστορικό Ἀλεξάντερ Α. Βασίλιεφ, «Τὸ Βυζάντιο συνεισέφερε τὰ μέγιστα στὴν ἱστορία τῆς Ἀναγέννησης». «Μὲ τὴ δράση ἱκανῶν ἀνθρώπων, ὅπως ὁ Πλήθων ἤ ὁ Βησσαρίων, ποὺ ἄνοιξαν τοὺς ὀρίζοντες στὴν Ἰταλία», λέει ὁ Ρῶσος ἱστορικός, «ἡ Δύση γίνεται γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ λογοτεχνίας».

ΠΟΝΤΙΚΕΣ ΑΛΠΕΙΣ ……….Σ’ αὐτόν τὸν τόπο, ποὺ γνήσιος παράδεισος ἀποκαλούνταν, βασίλευε, κατὰ τοὺς ἱστορικούς, εὐδαιμονία, εὐτυχία. Μπορεῖ καὶ νὰ ’ταν ἔτσι. Τὸ πιστεύεις ὅταν ἀνέβεις στὶς Ἄλπεις (τὶς Ποντιακὲς) κι ὅταν περιδιαβαίνεις τὶς Ἀκτές, τὶς Νότιες, τῆς Μαύρης Θάλασσας, ὅταν διασχίζεις τὴ Χαλδία μὲ τὶς κοιλάδες – λωρίδες καταπράσινες, κοιλάδες – ὀάσεις κατάφυτες ἀπό κηπευτικὰ κι ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ὁπωροφόρα, μηλιὲς καὶ λεμονιὲς κι ἀχλαδιές, ροδιὲς καὶ βυσσινιὲς, δαμασκηνιὲς, συκιὲς, καρυδιὲς, ἐλιές, μέσα καὶ πέρα ἀπό τὴ σεληνιακὰ ἄπλα τῆς Ἀργυρούπολης. Ἀνταμώνοντας, αὐτές οἱ χαρακτηριστικὲς κοιλάδες, μὲ τὰ ποτάμια, τὰ ἀναρίθμητα, ἔτσι ὅπως πλέκονται, κεντώντας τὴν Ποντιακὴ γῆ, ἀπό τὸ Νότο πρὸς τὸ Βορρᾶ, κατηφορίζοντας νὰ ξεχυθοῦν στὴ Μαύρη Θάλασσα.

……….Ὅλα αὐτά τὰ στοιχεῖα εἶναι ἀρκετά γιὰ νὰ’ ναι ἕνας τόπος, ἕνας λαός, εὐτυχισμένος.

***  ***  ***
Πηγή: Τὸ ὄμορφο κείμενο τῆς κυρίας Πολυχρονίδου ποὺ φιλοξένησε τὸ 175 τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Ποντιακὴ Ἑστία» ἀπό τὴν Θεσσαλονίκη.

Αφήστε μια απάντηση