,
.
……….Στις 5 Αυγούστου τού 1826, «….Οι Καραϊσκάκης και Φαβιέρος μετά στρατευμάτων έφθασαν εις Χαϊδάρι έξω των Αθηνών….». Ο Κιουταχής είχε κατέλθει από τις Θήβες με δέκα χιλιάδες ιππείς και είκοσι έξι πυροβόλα, αναγκάζοντας τον Βάσσο και τον Κριεζώτη να υποχωρήσουν στην Ελευσίνα· κυριεύοντας την πόλη των Αθηνών στις 3 Αυγούστου, εκτέθηκε ο τελευταίος προμαχών τής Ακροπόλεως στον έσχατο κίνδυνο. Μετά όμως από δύο με τρείς ημέρες (5-6/8), φάνηκε στα νώτα τού Κιουταχή ο Καραϊσκάκης και συγκρότησε απέναντί του την πρώτη αξιοσημείωτη μάχη στο Χαϊδάρι (6/8), η οποία υπήρξε το προοίμιο τής μεγάλης εκείνης ένδοξης και τελευταίας του εκστρατείας.
Τα γεγονότα μετά την πτώση τού Μεσολογγίου και η επιστολή των Καραϊσκάκη, Τσαβέλα και λοιπών Ρουμελιωτών προς τον Θ. Κολοκοτρώνη (26/6/1826)
.
……….Η υπομονή και ο ζήλος που έδειξε ο Καραϊσκάκης εν μέσω των δυσκολιών που αντιμετώπισε μετά την πτώση τού Μεσολογγίου, αποκαλύπτοντας την φιλοπατρία και την φιλοτιμία που είχαν αναπτυχθεί στην ακατέργαστη αλλά ευγενή ψυχή του.
Επιλεγμένο απόσπασμα από το βιβλίο τού Κ.ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ», εκδ.Ν.Πάσσαρη, 1867.
……….Μετά την πτώση τού Μεσολογγίου, η Επανάσταση φάνηκε να έχει καταβληθεί όχι μόνο στην δυτική Ελλάδα αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος τής ανατολικής. Όσοι δεν πείσθηκαν να υποκύψουν στον οθωμανικό ζυγό, κατέφυγαν στην Πελοπόννησο. Αλλά δεν γινόταν να εκεννωθεί όλη η Στερεά Ελλάς με αυτόν τον τρόπο· από τούς κατοίκους της πολλοί ζήτησαν άσυλο στις απότομες κορυφές των ορέων, στα δάση και τα σπήλαια· εκεί όμως συνάντησαν έναν εχθρό εναντίον τού οποίου δεν μπορούσε να αντισταθεί καμμία ανθρώπινη δύναμη, την πείνα.
……….Για έναν σχεδόν χρόνο οι περισσότερες επαρχίες τής Στερεάς Ελλάδος ή είχαν μείνει ακαλλιέργητες, ή είχαν εκτεθεί σε αδιάκοπη λεηλασία από τούς εχθρούς. Από την Κυβέρνηση δεν ερχόταν αλλά ούτε και περίμεναν βοήθεια. Το Εκτελεστικό τού προηγούμενου έτους, το οποίο εδώ και καιρό είχε καταντήσει απλή σκιά διοικήσεως παρά διοίκηση πραγματική, έπαυσε ήδη να υπάρχει εντελώς· λίγες ημέρες πριν την πτώση τού Μεσολογγίου, είχε συγκροτηθεί στην Επίδαυρο η Γ΄ Εθνική Συνέλευση, η οποία, μετά την συμφορά, ανέθεσε την Διοίκηση τής Ελλάδος σε ενδεκαμελή επιτροπή, την λεγόμενη Διοικητική επιτροπή, υπό την Προεδρεία τού Ανδρέα Ζαΐμη, ψήφισε δάνειο εκατό χιλιάδων διστήλων, διέταξε εσπευσμένα ορισμένα άλλα κατεπείγοντα ζητήματα και διέκοψε τις συνεδριάσεις της στις 16 Απριλίου 1826.
……….Μετά από δύο δε ημέρες, ανέλαβε στο Ναύπλιο νέα διοικητική επιτροπή τα έργα της. Αλλ’ η Κυβέρνηση αυτή δεν είχε κανέναν πόρο· τα παλαιά δάνεια είχαν εξαντληθεί και στις 18 Απριλίου βρέθηκαν στο ταμείο μόνο εξήντα γρόσια· από την Πελοπόννησο δεν προσδοκάτο καμμία είσπραξη· το δεν νεοψηφισθέν δάνειο ήταν άγνωστο αν και πότε θα πραγματοποιήτο· μόνο από το Αιγαίο πέλαγος ήταν πιθανόν να εισπραχθούν κάποια έσοδα, αλλά λίγα, κι αυτά και όχι άμεσα διαθέσιμα· γι΄ αυτό και εύκολα εξηγείται το πώς στα μέσα τού 1826, οι κάτοικοι τής Στερεάς Ελλάδος είχαν πέσει στην εσχάτη απελπισία μη διακρίνοντας στον ορίζοντα ούτε μία ακτίδα παρηγοριάς. Η Στερεά Ελλάς (όπως και το Μεσολόγγι), κατείχετο από γενναίους μαχητές, οι οποίοι όμως στερούντο τροφής και ακόμη περισσότερο πολεμοφοδίων. Τουλάχιστον το ηθικό τής φρουράς τού Μεσολογγίου τόνωνε η ελπίδα το ότι διασπώντας τα εχθρικά χαρακώματα, θα εύρισκε τρόπο να συντηρηθεί και να συνεχίσει τον υπέρ ελευθερίας αγώνα. Οι κάτοικοι όμως τής Στερεάς έβλεπαν ότι τούς είχε αφαιρεθεί και αυτή η τελευταία προσδοκία. Και ο Κιουταχής, εκμεταλλεύθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία αυτήν την άσχημη ψυχολογική κατάσταση, διότι γεμάτος πραότητα δεχόταν όλους όσους υπέκυπταν στην ακαταμάχητη ανάγκη, και δέχονταν τις επανειλημμένες προτάσεις υποταγής του, εγκρίνοντας όλες τους τις αιτήσεις, επιβάλλοντας αυστηρότατη τάξη και πειθαρχία στον στρατό του, τιμωρώντας χωρίς οίκτο όσους παρεκτρέπονταν.
……….Παρ’ όλα αυτά, στην νότια γωνιά τής ανατολικής Ελλάδος, υπήρχε ένα φρούριο επί τού οποίου κυμάτιζε η Ελληνική σημαία, εν μέσω τού γενικού αυτού κατακλυσμού · το φρούριο αυτό ήταν η Ακρόπολις των Αθηνών. Και εκτός των Αθηνών, δύο οπλαρχηγοί, ο Βάσσος και ο Κριζιώτης, έλεγχαν ακόμα την Κάζα και τα Δερβενοχώρια με μικρή δύναμη ανδρών. Οι δύο οπλαρχηγοί είχαν απορρίψει όλες τις προτάσεις του Κιουταχή για υποταγή με αντάλλαγμα μεγάλες αμοιβές και εξακολουθούσαν να αγωνίζονται εναντίον τού Ομέρ Πασά από την Κάρυστο, ο οποίος είχε εισβάλλει στην Αττική μαζί με τον Κιουταχή γύρω στα μέσα Ιουλίου τού 1826. Αλλά ο αρχηγός τής Ανατολικής Ελλάδος, Γούρας, ο οποίος είχε διαταχθεί να μην περιμένει τον εχθρό προ των πυλών των Αθηνών, αλλά ενωμένος με τούς Βάσσω και Κριεζώτη, να αγωνισθούν στην ύπαιθρο υπερασπιζόμενοι όλη την επαρχία Αττικής τουλάχιστον, αν όχι και την Βοιωτία , αντί να ακολουθήσει αυτή την παραγγελία, κλείσθηκε στην Ακρόπολη, και παρεκτράπηκε σε πολλές οικονομικές καταχρήσεις κατά των πολιτών.
……….Μετά από λίγο κατήλθε από τις Θήβες και ο Κιουταχής με δέκα χιλιάδες ιππείς και είκοσι έξι πυροβόλα, αναγκάζοντας τον Βάσσο και τον Κριεζώτη να υποχωρήσουν στην Ελευσίνα, και κυριεύοντας την πόλη των Αθηνών στις 3 Αυγούστου, έτσι ώστε ο τελευταίος προμαχών τής Ακροπόλεως να μείνει εκτεθειμένος στον έσχατο κίνδυνο.
……….Μετά όμως από τρείς ημέρες (6/8), φάνηκε στα νώτα τού Κιουταχή ο Καραϊσκάκης και συγκρότησε απέναντί του την πρώτη αξιοσημείωτη μάχη στο Χαϊδάρι, η οποία υπήρξε το προοίμιο τής μεγάλης εκείνης ένδοξης και τελευταίας του εκστρατείας.
Πώς φάνηκε; Από πού ήλθε και τί έπραξε στο διάστημα των τεσσάρων μηνών που πέρασαν από την πτώση τού Μεσολογγίου;
……….Με το που συνήλθε από την υποτροπή τής ασθένειάς του, κατευθύνθηκε στο Λάζο, όπου είχαν καταφύγει διάφορα στρατιωτικά σώματα, νομίζοντας ότι μπορούσε να συγκροτήσει από αυτά ένα, ικανό να αναχαιτίσει τον Κουταχή· αλλά μετά από λίγο πείσθηκε ότι λόγω τής παντελούς ελλείψεως πόρων και τής ηθικής παραλυσίας στην οποία είχαν περιέλθει εκείνοι οι μαχητές, τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να κατορθωθεί.
……….Οπότε αποφάσισε να μεταβεί στο Ναύπλιο και να ζητήσει από την νέα διοικητική επιτροπή βοήθεια και εφόδια. Γι’ αυτό αναχώρησε από το Λάζο, και έχοντας μαζί του όλους όσους βρήκε σύμφωνους με το φρόνημά του (οι οποίοι ανέρχονταν συνολικά σε οκτακόσιους άνδρες), πέρασε τον ισθμό τής Πελοποννήσου και έφθασε στα μέσα Ιουνίου στην πρωτεύουσα τής Διοικήσεως. Αλλά και εκεί έμελλε να συναντήσει εμπόδια.
……….Όλοι οι προύχοντες τής Στερεάς Ελλάδος που είχαν καταφύγει στο Ναύπλιο, τον υποδέχθηκαν με μεγάλη προθυμία και κατέβαλαν κάθε φροντίδα για να συντελέσουν στην επιτυχία τού σωτήριο σκοπού· και αυτή ακόμη η Διοικητική επιτροπή, που αποτελείτο από άνδρες που καμμία είχαν προς τον Καραϊσκάκη συμπάθεια, πιεζόμενη από την δεινή των πραγμάτων ανάγκη, φαινόταν ευδιάθετη να συμπράξει στο επιχείρημα· αλλά οι ειλικρινείς ως επί το πλείστον αυτές διαθέσεις, κινδύνευαν να αποβούν απραγματοποίητες, διότι ο Καραϊσκάκης είχε προπάντων ανάγκη πόρων, πόροι δε όπως προαναφέραμε στο Ναύπλιο δεν υπήρχαν. Ευτυχώς εκείνη την εποχή, άρχισαν να έρχονται στην Ελλάδα τα τρόφιμα και εφόδια που οι φιλελληνικές τής Ευρώπης και Αμερικής εταιρίες αποφάσισαν αντί χρημάτων να στείλουν· αυτά τα πρώτα βοηθήματα για τα οποία υπήρχαν βάσιμες ελπίδες ότι θα υπήρχε συνέχεια, έκαναν δυνατή την πραγματοποίηση τής επιχειρήσεως τού Καραϊσκάκη.
……….Όμως, άλλο εμπόδιο, όχι λιγότερο σημαντικό προέκυψε, από την εμφύλια διένεξη που ξέσπασε στην Κόρινθο μεταξύ των εκεί ισχυρών, οι οποίοι με απεσταλμένους τους στο Ναύπλιο, μάζευαν στρατιώτες, υποσχόμενοι και προπληρώνοντας μάλιστα μισθούς, ώστε πολλοί από τους άνδρες του Καραϊσκάκη, δελεάσθηκαν από τον πειρασμό και τον εγκατέλειψαν.
……….Η δε υπομονή που έδειξε και ο ζήλος τον οποίο κατέβαλε ο άνδρας εκείνος, γύρω στα τέλη Ιουνίου και τις αρχές Ιουλίου του 1826, εν μέσω τέτοιων δυσκολιών, για να μπορέσει να μην επιστρέψει στην Στερεά Ελλάδα όλους διόλου άπρακτος, είναι πράγματι αξιοσημείωτη· και μαρτυρούν πόσο η φιλοπατρία και η φιλοτιμία είχαν αναπτυχθεί σ’ αυτή την ακατέργαστη αλλά ευγενή ψυχή.
……….Ο Καραϊσκάκης δεν περιορίσθηκε να συνεννοηθεί μόνο με την Διοικητική Επιτροπή, αλλά απευθύνθηκε και στον γέροντα αρχηγό τής Πελοποννήσου. Σώζεται δε η επιστολή με την οποία από κοινού με τους άλλους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, ζήτησε να συναντήσει προσωπικά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη· και έχει ως εξής.
……….«Ἐξοχώτατε ἀρχηγέ, εἶναι ἀνάγκη καὶ ἀνάγκη μεγάλη διὰ τὴν προσωπικὴν μας αντάμωσιν, νὰ ἑνώσωμεν τὰ συμφέροντα τῆς πατρίδος καὶ νὰ τιμήσωμεν τὰ ἅρματα. Ἐπειδὴ δὲν ἔχομεν τὸν καιρὸν ὁποῦ νὰ σὲ ἐκτανθοῦμεν τὰ πάντα εἰς πλάτος, τὰ πληροφορεῖσθε ἀπὸ τὸ γράμμα τοῦ Κόντε Μεταξᾶ. Ἐτοῦτο μόνον σὲ λέμε· χωρὶς ἀναβολὴν καιροῦ νὰ ἔλθῃς εἰς τὸ Ἄστρος ἤ Ἄργος, στέλλοντάς μας πρωτῂτερα διὰ νὰ έλθοῦμε καὶ ἡμεῖς νὰ ὁμιλήσωμεν τὰ δέοντα. Αὐτὸ σᾶς παρακαλοῦμεν νὰ μὴ βάλετε στιγμὴν εἰς τὴν μέσην ὅτι δὲν ἐπιδέχεται ἄργητα.
Μένομεν,
Τῇ 26 Ἰουνίου ἐν Ναυπλίῳ 1826.
Οἱ ἀδελφοὶ σας
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
Καὶ λοιποὶ Ῥουμελιῶται πέρα καὶ πέρα.