Θυσίες και προσφορά των σλαβοφώνων τής Μακεδονίας στους Εθνικούς Αγώνες. Δράση μετά το 1878 και ως την έναρξη τού κυρίως Μακεδονικού Αγώνα
……….(…) Στο μεταξύ οι Βούλγαροι, θέλοντας να επιτύχουν εφαρμογή τού αρ. 10 τού σουλτανικού φιρμανιού γιά την ίδρυση τής Εξαρχίας (σύμφωνα με το οποίο θα θεωρούνταν βουλγαρικές όσες κοινότητες με πλειοψηφία των 2/3 των κατοίκων τους θα δήλωναν σχετικά) έκαμαν συστηματικό αγώνα εκβουλγαρισμού των Ελλήνων και στράφηκαν σε πρώτη φάση προς τους σλαβοφώνους, οι οποίοι όμως δεν έδειξαν αυτή την διάθεση.
……….Η αντίδραση αυτή των σλαβοφώνων τής Μακεδονίας, οδήγησε τους Βουλγάρους στην ίδρυση τής Ε.Μ.Ε.Ο. το 1893 και στην αποστολή ενόπλων συμμοριών στην Μακεδονία γιά να επιτύχουν με το όπλο ό,τι δεν μπόρεσαν με την πειθώ και την προπαγάνδα. Η δράση των κομιτατζήδων άρχισε το 1895 από τις περιοχές Νευροκοπίου, Πετριτσίου, Μελενίκου και Στρώμνιτσας, όπου υπήρχε σλαβόφωνο ελληνικό στοιχείο.
……….Η ελληνική απάντηση δόθηκε το καλοκαίρι τού 1896 με σώματα που μπήκαν από την Θεσσαλία. Αλλά “το αντάρτικο κίνημα τού 1896 βασίσθηκε κυρίως στους ενόπλους ελληνομακεδονικούς πυρήνες, οι οποίοι διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο κατά το τελευταίο τέταρτο τού 19ου αιώνα στην εθνική κινητοποίηση τού Ελληνισμού τής Μακεδονίας” και “η ταχύτατη ελληνική διείσδυση στον γεωγραφικό αυτό χώρο τού 1896, οφείλεται κυρίως στην παρουσία των έμπειρων δυτικομακεδόνων οπλαρχηγών, πολλοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση τού 1878 και γνώριζαν άριστα τους τόπους εκείνους, αλλά και στην φιλική μεταχείριση των ελληνικών πληθυσμών, όπου έδρασαν τα ελληνικά σώματα”.
……….Σ’ αυτή την φάση διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι Έλληνες σλαβόφωνοι ηγέτες μεταξύ των οποίων και ο Καπετάν Νούμ Σπανός – Απίκραντος.
……….Ο Καπετάνιος ήταν τρίγλωσσος (ελληνόφωνος, σλαβόφωνος, βλαχόφωνος) και έδρασε και στις παραμονές τού πολέμου τού 1897 (μετέχοντας στο σώμα των Γ. Καψαλόπουλου και Αλ. Μυλωνά μαζί με άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς όπως Νταβέλης, Αλαμάνας, Βαρζής, Ι. Τσάμης κ.α.) όσο και στον (κυρίως) Μακεδονικό Αγώνα. Ο ίδιος αφηγήθηκε την ζωή του στον Χαρ. Γ. Σακελλαριάδη και η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών εξέδωσε την αφήγησή του αυτή ως Απομνημονεύματα, το 1957.
……….Περίληψη των Αναμνήσεών του δίνει ο Χαρ. Σακελλαριάδης με τα εξής: «…Γεννήθηκε, όπως το λέει και στις αναμνήσεις του, στην Χρούπιστα (τώρα Άργος Ορεστικό), την γνωστή κωμόπολη τής Μακεδονίας, που οι κάτοικοί της και πριν από πολλά χρόνια ήσαν βλαχόφωνοι, αλλά πάντοτε με συνείδηση ελληνική.
……….Στην επανάσταση τού 1821 το χωριό του ξεσηκώθηκε κι αυτό, με αρχηγό τον καπετάν Βαγγέλη Σπανό, αδερφό τού παππού του, που σκοτώθηκε τότε από τους Τούρκους. Έγινε κατόπιν καπετάνιος ο δεύτερος αδερφός του, ο Σέργιος, και μετά το θανάτωμα κι αυτού, πήρε την αρχηγία η αδερφή τους Μαρία, ή Σπανομαρία, καθώς την λέγανε και τότε.
……….Κατόπιν μάλιστα όλη η οικογένεια ονομάστηκε από τούτη Σπανομαρία, από το παρανόμι που της βγάλαν. Πολύ κατόπιν ο καπετάν Ναούμ ξαναπήρε το πρώτο οικογενειακό του όνομα, Σπανός. Τον παππού του, οχτάχρονο παιδάκι ακόμη, στην επανάσταση τού 1821 τον πήγαν από την Χρούπιστα σε κάτι συγγενείς τους στην Νιγρίτα, γιά να τον προφυλάξουν. Ξαναγύρισε στο χωριό με το τέλος τής επανάστασης, κι όταν μεγάλωσε, έγινε ράφτης και τούτος, γιατί όλη τους η οικογένεια γιά επάγγελμα είχε την ραφτική. Ράφτης ήταν και ο ίδιος ο καπετάν Ναούμ, και πρώτος μάλιστα στο χωριό του άρχισε αυτός να ράβει παντελόνια, γιατί ως το τότε φορούσαν εκεί αντεριά.
……….Νέος πολύ ακόμα, επειδή σκότωσε κάποιο Τούρκο, επήρε τότε τα βουνά κι έκανε δικό του σώμα αντάρτικο. Μπορούμε να τον λογαριάσουμε λοιπόν από τους πρώτους μακεδονομάχους.
……….Ο περίφημος καπετάν Κώττας, που τα παιδιά του ο Σπανός ύστερ’ από τόσες περιπέτειες – μάς τις περιγράφει στις αναμνήσεις του – κατάφερε να τα φέρει στην Αθήνα, άρχισε να χτυπιέται με τους Τούρκους μετά το 1897. Ήταν άλλωστε οικογενειακή παράδοση ο ολόθερμος πόθος γιά το ξελευθέρωμα τής πατρίδας του. Κι ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο αρχιμανδρίτης στην Χρούπιστα, παπα-Γιαννάκης, κρατούσε μυστική αλληλογραφία με τ’ ανταρτικά σώματα και τους έστελνε κάπες και κάλτσες, που τις πλέκανε οι γυναίκες. Γι’ αυτό τον λόγο φυλακίστηκε από τους Τούρκους στα Βιτώλια. Οι αναμνήσεις τού καπετάν Ναούμ είναι, νομίζω, ενδιαφέρουσες πολύ, γιατί τώρα μ’ αυτές έρχονται στο φως τόσες άγνωστες λεπτομέρειες από πλήθος γεγονότα τού Μακεδονικού αγώνα, και πριν αρχίσει ακόμα συστηματικά η ένοπλη αντίσταση εναντίον των Βουλγάρων, πράμα που έγινε μόλις το 1902.
……….Ύστερ’ από κάθε αξιοπρόσεχτο περιστατικό, κίνδυνο, περιπέτεια ή μάχη, όπου ποτέ δεν έχανε την ψυχραιμία – γιά τούτο ακριβώς τον ονομάσαν καπετάν Απίκραντο– κρατούσε σημειώσεις και τις φύλαγε στής κάπας του το μανίκι. Αυτές χρησιμοποίησε κατόπιν για να υπαγορεύσει τ’ απομνημονεύματά του στον λόγιο φίλο του, Νικόλαο Σαχίνη, κι αυτός τα ‘γραψε σε καθαρεύουσα. Έτυχε να χάσει μερικές, μα τα κενά τα συμπλήρωσε απ’ όσα θυμόταν. Έχει όμως παραλείψει πολλά, καθώς μούχε πει, απ’ όσα είχε καταφέρει τότε, όπως λ.χ. πώς θανάτωσε μέσα στα Βιτώλια τον πρόεδρο τού βουλγαρικού κομιτάτου Χρηστώφ, πώς πέτυχε κατόπι να κρυφτεί σ’ ένα βλαχόφωνο εκεί κοντά χωριό και να γυρίσει έπειτα γιά τα παλιά του λημέρια.
……….Οπωσδήποτε, αντίθετα με τ’ απομνημονεύματα μερικών άλλων αγωνιστών, οι αναμνήσεις αυτές μακριά από κάθε προσωπική φιλοδοξία ή τοπικιστικά συμφέροντα, είναι νομίζω, γραμμένες μ’ αυθόρμητη ειλικρίνεια, χωρίς καμμιά προσπάθεια να σκοτιστεί η αλήθεια και χωρίς ακόμα υπερβολές, τις τόσο πολύ συνηθισμένες σε τέτοιας λογής ενθυμίσεις.
……….Από ένα έλεγχο τουλάχιστο, που κάναμε, βρίσκουμε πως σωστά είναι γραμμένα τα σχετικό με τα παιδιά τού Κώττα και την ύπαρξη βουλγαρικού κομιτάτου στην Αθήνα εκείνη την εποχή. Περιορίζονται όμως αυτές ως τον Ιανουάριο τού 1905, την εποχή δηλ. που αναγκάστηκε να παρατήσει τον αγώνα, αφού ήρθε σ’ αντίθεση σοβαρή με τον καπετάν Βάρδα.
……….Ήρθε τότε κ’ έμεινε στον Πειραιά και κατόπι στην Αθήνα. Ξανάπιασε την παλιά του δουλειά, την ραφτική· μα πάντοτε, όσο τούταν βολετό, πρόσφερε τις υπηρεσίες του για την Μακεδονία. Το 1907 έγινε πρόεδρος τού “Παμμακεδονικού αγώνος Πειραιώς” και το 1916-1917 σύμβουλος και ταμίας τού “Παμμακεδονικού αγώνος Αθηνών’’.
……….Αυτόν τον σύλλογο είχαν ιδρύσει Μακεδόνες διαλεχτοί, όπως ο κατόπιν υπουργός τής Παιδείας Δ. Δίγκας, οι Καστοριανοί Ιω. Βαλαλάς, πολιτευτής – έγινε ύστερα υπουργός τής Παιδείας και τούτος- και Κωνστ. Τσιμινάκης, ο γνωστός γιατρός νευρολόγος, και ο Αναστ. Χρηστομάνος, που κρατούσε από παλιά βυζαντινή οικογένεια τού Μελένικου.
……….Καθώς είναι γνωστό, ο τελευταίος ίδρυσε το 1925 την Μακεδονική Εκπαιδευτική Εταιρεία, την βραβευμένη από την Ακαδημία των Αθηνών, με σκοπό την δημιουργία νυκτερινών σχολείων καθώς κι άλλων σχολών σε πολλές περιφέρειες της Μακεδονίας. Με συγκίνηση πάντοτε τους αναθυμόταν, καθώς κι άλλους αρκετούς, που τόσο μόχτησαν γιά το ξεσκλάβωμα τής πατρίδας του, όπως τους Στέφανο και Ίωνα Δραγούμη, τον Κωνστ. Μελά, τον Ι. Ράλλη, τον διευθυντή τού “Εμπρός” Δημ. Καλαποθάκη, και τον έμπορο Αηδονόπουλο.
……….Οι δύο τελευταίοι μάλιστα έκαναν κι έξοδα πολλά γιά να πετύχει ο σκοπός τους. Πάνω απ’ όλους όμως ξόδεψε μ’ απλοχεριά η οικογένεια Δραγούμη.
……….Από το 1931, ο Ναούμ Σπανός έμενε στην Νέα Σμύρνη, όπου διετέλεσε και δημοτικός σύμβουλος μεταξύ 1934-1951. Όσοι τον θυμούνται από παλιότερα χρόνια, όλοι τους μιλάνε γιά τον έντιμο οικογενειακό του βίο, την εμπορική του αξιοσύνη, την πονετική του φύση, μα και για το κουράγιο του και την λεβεντιά του· πρώτος ήταν στους ελληνικούς χορούς και στο κλέφτικο τραγούδι. Τα τελευταία χρόνια τής τόσο μεστής ζωής του (πέθανε στις 31 Ιουλίου τού 1955) τα πέρασε αποτραβηγμένος σε τούτο το προάστειο, που το ακριβαγαπούσε σαν δεύτερή του πατρίδα- γιά την ίδρυση και προκοπή τού χάρισε οικόπεδο από δέκα στρέμματα, με κάποιαν άνεση ευτυχώς οικονομική, μέσα σε ζεστασιά οικογενειακής ευλογίας. Στοχαστικά και ολόψυχα παραδομένος πιά σ’ αναθυμίσματα παλιά, έστεκε πάντα με τ’ όνειρο να έρθουν στο φως της δημοσιότητας αυτές του οι αναμνήσεις, που βγάζοντάς τες τώρα από την μία λήθη έχουμε την ελπίδα πώς δεν τις ξαναρίχνουμε σε μιαν άλλη”.
……….Χαρακτηριστική είναι η περικοπή των Αναμνήσεων τού Ν. Σπανού που περιγράφει πώς ανακάλυψε δραστηριότητα τού βουλγαρικού κομιτάτου μέσα στην ίδια την Αθήνα!!!
……….«…Εις Αθήνας ήλθαν ακριβώς 3 Οκτωβρίου 1899 και εφρόντιζα δι’ εργασίαν. Οκτωβρίου 26 με αντάμωσεν ο Απόστολος Περόφσκης, με χαιρετά “Καλώς τον καπετάνιο“, μού λέγει. “Μάς έβγαλες ασπροπρόσωπους τους Μακεδόνας”. Αυτό ήτο κόλπο του. Μού λέγει ‘’Καπετάν Ναούμ, ελευθερία να μην περιμένωμεν ούτε από τους Βουλγάρους. Μόνον εμείς οι Μακεδόνες να αγωνισθώμεν διά την Μακεδονίαν μας”.
……….“Μάλιστα ήλθε ή ώρα” αμέσως τού είπα. “Μπράβο, πολύ ωραία τα λες”, κάτι όμως είχα υποπτευθεί. Έλαβε θάρρος όμως και μού λέγει ότι “Άρχισαν οι Μακεδόνες να ετοιμάζωνται· μάλιστα εδώ είναι κομιτάτον από Μακεδόνας και στην Ρουμανίαν, Σερβίαν και Βουλγαρίαν, θα ετοιμασθώμεν όλοι οι Μακεδόνες και θα δράσωμεν στην Μακεδονίαν, πρέπει νά εγγραφώμεν όλοι στο κομιτάτο”.
……….Αμέσως εδέχθην εγώ και μού λέγει: “Συ ως καπετάνιος θα παίρνεις 15 εικοσόφραγκα τον μήνα και μάλιστα να φύγεις να μένεις ή εις την Σερβίαν ή εις την Βάρναν τής Βουλγαρίας, ως πού να ετοιμασθεί το κομιτάτον εν έτος ή δύο και δράσωμεν όλοι οι Μακεδόνες από όλα τα μέρη μαζί’’.
……….Τού είπα “Πού θα βρούμε το κομιτάτον;” Μού λέγει πως πρόεδρος τού κομιτάτου εντός των Αθηνών είναι ένας από τον Περλεπέν τής Μακεδονίας, είναι πρόεδρος τού βουλγαρικού πρακτορείου. Τότε οι Βούλγαροι δεν είχον προξενείον αλλά πρακτορείο.
……….Αμέσως τού είπα “Πάμε”. Κινήσαμε· στην οδόν Αχαρνών ήτο το πρακτορείο. Μόλις φθάσαμε εκεί εμπήκαμε μέσα και με αφήνει στην σκάλα κάτω και ανέβηκε αυτός. Μόλις παρουσιάστηκε, λέγει εις τους συναθροισθέντας, οίτινες όλοι ήσαν χτίσται, σοβατζήδες και εργολάβοι, άπαντες εκ τής επαρχίας Καστοριάς.
……….«…Ἡ Βουλγαρικὴ προπαγάνδα, χρησιμοποιοῦσα ὡς κύριον μέσον της τὸ σλαυοφανὲς γλωσσικὸν ἰδίωμα, περιωρίσθη κατ’ ἀνάγκην εἰς τὰς περιοχὰς εἰς τὰς ὁποίας ἐλαλεῖτο τοῦτο. Μὴ δυναμένη ὅμως εἰς αὐτὰς νὰ ἀναζητήσῃ ἀνύπαρκτους ὁμοφύλους, ἐστρατολόγησε τοὺς κατερχομένους ἐκ τῆς Βορείου Μακεδονίας ἤ τῆς Ἀνατολικῆς Ῥωμυλίας πρὸς ἀνεύρεσιν ἐργασίας, σλαυοφώνους βουλγαρίζοντας, συνήθως γαλακτοπῶλας, κτίστας, μυλωθρούς, ἀνθρακεῖς καὶ λοιποὺς χειρώνακτας. Ὅλους αὐτοὺς ἐνίσχυε διὰ μόνιμον ἐγκατάστασιν εἰς τὰς Νοτίας περιοχὰς τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θρᾲκης, διὰ νὰ δημιουργήσῃ δι’ αὐτῶν ἀξιώσεις ἐπὶ τμημάτων, τὰ ὁποία καῖτοι ἀποκλειστικῶς ἑλληνόφωνα, περιελήφθησαν ἐν τοῦτοις εἰς τὴν Μεγάλην Βουλγαρίαν τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ συνεπῶς εἰς τὰς βλέψεις τῆς Βουλγαρικῆς πολιτικῆς…».
……….“Έπεισα τον βλάχο τον καπετάν Ναούμ και τον έφερα, τον έχω κάτω”. Τότε κάποιος Χρήστος Μαρκουλής, από το χωρίον Κοναστανέτσι Καστοριάς, τού λέγει βουλγαρικά “βρε ζμίατα σε κλάβα να ποζούλατα” δηλ. “το φίδι μπαίνει στον κόρφο, θα σε δαγκώσει παρ’ τον και φύγε γλήγορα”.
……….Εγώ τα άκουσα όλα. Κατεβαίνει κάτω και μάς λέγει πως δεν είναι ο πράκτωρ εδώ, το απόγευμα ερχόμεθα. “Ας είναι, τού λέγω, ερχόμεθα το απόγευμα”. Εμένα μού μπήκαν οι ψύλλοι στα αυτιά. Εβγήκαμε έξω 80 μέτρα μακρυά και τού λέγω· “Το απόγευμα θα ανταμωθούμε’’ λέγω δε ότι θα υπάγω στην οδόν Αχαρνών αριθμ. 92 εις τον προϊστάμενόν μου Κοντονικολάου Γεώργιον.
……….Μόλις χωρίσαμε, έστριψα και γύρισα πίσω. Απέναντι τού πρακτορείου ήταν μία ταβερνίτσα μικρή, εμπήκα μέσα, εζήτησα δύο συκωτάκια και μία πεντάρα ψωμί και πέντε κρασί εκάθησα σιγά-σιγά από το παραθυράκι και έβλεπα την πόρτα τού πρακτορείου. Ακριβώς 12 και 20 μεσημέρι, ήτον ημέρα τού Αγίου Δημητρίου, είδαν να βγαίνουν δέκα πέντε, τους οποίους εγνώριζα, διότι τους έβλεπα τακτικά στο καφενείο των κτιστάδων εις το Βαρβάκειον.
……….Έγραψα τα ονόματά τους και μετά δέκα λεπτά βγήκαν άλλοι δέκα εννέα, των οποίων επίσης έγραψα τα ονόματά των και αυτών. Την άλλην ημέραν, τού Αγίου Νέστορος, ώρα 10 επήγα εις τον κ. Στέφανον Δραγούμην, τού τα είπα όλα όσα συνέβησαν και ο κ. Δραγούμης με έστειλεν εις τον κ. Πανάν, γραμματέα τού υπουργείου των εξωτερικών.
……….Τού είπα τα καθέκαστα. Μου λέγει να φροντίσω να ανακαλύψω και άλλα πράγματα. Τότε αμέσως εγώ ήρχισα την δουλειά μου. Έκαμα μία παρέα από ενθουσιώδεις πατριώτας: τον Ιωάννην Κεφαλάν, Χρήστον Ζησιάδην, Θεόδωρον Θεοδωράκον εκ Μάνης και Γκάγκαν και ήρχισα μυστικά να ανακαλύπτω πολλά μυστικά των κομιτατζήδων, τα οποία έκαμα γνωστά εις τον Δραγούμην και Πανάν.
……….Έμαθα πως εις την Βάθην, εις την ταβέρναν των αδελφών Λεκαφτσιέφ, έφθασαν κομιτατζήδες από την Μακεδονίαν. Επήρα την παρέαν μου μόλις νύκτωσε, επήγα εκεί έβγαλα το πιστόλι και επυροβόλησα και έσπασα την λάμπαν. Αρχίσαμε τις μπιστολιές και εκτυπηθήκανε εξ, οι τέσσερες ήσαν κομιτατζήδες. Από μάς κτυπήθηκεν ο Γκάγκας, με μαχαίρι εις το χέρι και εφύγαμε χωρίς να συλληφθώμεν.
……….Μετά ολίγας ημέρας επήγαμε εις την οδόν Πινακωτών εις το μπακάλικο τού Ναούμ Ρούκα, εκεί τον εσπάσαμε εις το ξύλο και το μπακάλικο το εκάμαμε σαλεπιτζήδικο, ώστε ηναγκάσθη να φύγη εις Βουλγαρίαν. Εν τέλει, πολλά άλλα πράγματα εκάμαμε εντός των Αθηνών μέχρι τού 1901.