,
,
Στὶς 19 Ἰανουαρίου 2014, ἡ ἡρωικὴ μάνα τῶν ἀγνοουμένων τῆς κυπριακῆς τραγωδίας τοῦ 1974, Ἑλένη Ἀδάμου Βλάχου, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο Κερύνειας, ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ στὰ 82 της χρόνια. Δὲν δέχθηκε ποτὲ ὅτι δὲν θὰ ἐπιστρέψῃ ὁ γιὸς της Νῖκος, ἀγνοούμενος ἔφεδρος ἀπὸ τὴν δεύτερη εἰσβολὴ τοῦ Ἀττίλα, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1974 στὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο Κερύνειας.
Ἐπὶ 39 χρόνια, ἔζησε τὴν ζωὴ της στὸ ὁδόφραγμα τοῦ Λήδρα Πάλας, στὴν κηδεία κάθε ἀγνοούμενου, στὰ μνημόσυνα, πάντα μὲ τὶς φωτογραφίες, ὄχι μόνο τοῦ γιοῦ της, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπόλοιπων 11 ἀγνοούμενων τοῦ Ἁγίου Ἀμβρόσιου Κερύνειας. Ἡ ἡρωικὴ Ἑλληνίδα Μάνα, ἀρνήθηκε γιὰ λόγους ἀρχῆς νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο Κερύνειας μετὰ τὸ ἄνοιγμα τῶν ὁδοφραγμάτων τὸ 2003. Δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ χωριὸ της χωρὶς νὰ ἐπανεγκατασταθῇ μόνιμα στὸ σπίτι της καὶ χωρὶς τὸν ἀγαπημένο της γιό. Χίλιοι ἐξακόσιοι δέκα ἐννέα ἄνθρωποι (1619) ἀναφέρθηκαν ὡς ἀγνοούμενοι λόγῳ τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, μεταξὺ αὐτῶν γυναῖκες καὶ παιδιά, ἐνῶ ἡ διακρίβωση τῆς τύχης γιὰ τοὺς περισσότερους παρέμενε γιὰ πολλὰ χρόνια ἄγνωστη.
ΘΗΡΙΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΩΜΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
(…) Ὁ γεωργὸς Χρίστος Σάββα Δράκος, 51 ἐτῶν, εἶδε νὰ ἐκτελοῦνται ἡ σύζυγος καὶ οἱ δύο γιοὶ του. Εἶπε: «Πότιζα τὸ περβόλι μου ὅταν ἄρχισαν οἱ ἐκρήξεις ἀπὸ τὶς βόμβες. Ὅλο τὸ χωριὸ προσπαθήσαμε νὰ διαφύγουμε μέσα ἀπὸ τὶς φυτεῖες καὶ τοὺς ποταμούς, ἀλλὰ οἱ τοῦρκοι μᾶς ἔπιασαν καὶ παραδοθήκαμε. Μᾶς ἐρεύνησαν καὶ ὅλοι εἴμαστε ἄοπλοι.
Τότε ἄρχισαν οἱ πυροβολισμοί. Στὴν ἀρχὴ ἦταν βολὴ κατὰ βολὴ καὶ ἄκουσα τὸν 16χρονο γιὸ μου Γιῶργο νὰ λέῃμὲ ἤρεμη φωνή ‘Παπᾶ μου, μὲ πυροβόλησαν’. Τὸν τράβηξα κάτω καὶ πέσαμε πίσω ἀπὸ ἕνα βράχο. Πέθανε ἐκεῖ, μέσα στὰ χέρια μου. Οἱ πυροβολισμοὶ τράβηξαν τὴν προσοχὴ ἑνὸς ἀξιωματικοῦ, ποὺ ἔτρεξε νὰ δῇ τὶ συνέβαινε. Θύμωσε μὲ τοὺς ἄντρες του καὶ τοὺς διέταξε νὰ σταματήσουν. Ἡ σύζυγος κι ὁ ἄλλος γιὸς μου Νῖκος, ποὺ ἦταν μόνο 13 ἐτῶν, ἦσαν νεκροί.
Ἡ σύζυγος ἑνὸς φίλου μου ἦταν πολὺ ἄσχημα τραυματισμένη καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἀξιωματικό ‘Γιατὶ νὰ ζήσῳ χωρὶς τὸν ἄνδρα μου; Σκοτῶστε με’… Ὁ ἀξιωματικὸς ἔφυγε ἀνασηκώνοντας τοὺς ὥμους κι ἕνας στρατιώτης τὴν πυροβόλησε στὸ κεφάλι.»”
Ἐὰν οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς ἀρνηθοῦν αὐτὲς τὶς κατηγορίες, ἐγὼ θὰ θυμοῦμαι τὸ τραβηγμένο πρόσωπο ἐκείνου τοῦ ἡλικιωμένου ποὺ καθόταν μὲ φρίκη στὴν γωνία, μὲ τὸ σῶμα του νὰ τρέμῃ ἀπὸ ἀναφιλητά. Αὐτὸς ὁ ἡλικιωμένος ἄνδρας δὲν ἦταν ἠθοποιὸς ἤ κάποιος ποὺ τὸν εἶχαν διατάξει νὰ πῇ ψέματα γιὰ λόγους προπαγάνδας. Ἦταν ἕνας ἀξιολύπητος φτωχὸς ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε χάσει ὅλα ὅσα εἶχε ποτὲ ἀποκτήσει ἤ ἀγαπήσει στὸν κόσμο.