,
.
Η ΑΤΥΧΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ-ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΚΑΙ Η ΑΡΝΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
.
γράφει ο Ευάγγελος Χεκίμογλου. Οικονομολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ
.
Ο Χρύσανθος στο Παρίσι
……….Αυτό το ερώτημα, όμως, δεν απασχολούσε τούς «μεγάλους». Στην πραγματικότητα, μόλις στις 3 Φεβρουαρίου 1919 το Συνέδριο Ειρήνης ασχολήθηκε με τις θέσεις τής Ελλάδας. Μόνον τότε ο Ελ. Βενιζέλος είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει αναλυτικώς -με χάρτες, φωτογραφίες, καταλόγους, πίνακες και υπομνήματα- τις ελληνικές προτάσεις. Προηγήθηκε βεβαίως μία έντονη δραστηριότητα τής ελληνικής αντιπροσωπείας, με άτυπες συναντήσεις, γεύματα και δείπνα στα πέριξ ξενοδοχεία, προκειμένου να πειστούν οι συνεργάτες των ηγετών των Μεγάλων Δυνάμεων γιά την βασιμότητα των ελληνικών απόψεων. Αλλά η ελληνική αντιπροσωπεία στηριζόταν στην προσωπική γοητεία τού Ελευθερίου Βενιζέλου. Εκείνος, πάλι, έδωσε έμφαση στην Βόρειο Ήπειρο και την Θράκη. Ωστόσο, η προσεκτική, τεκμηριωμένη και μετριοπαθής εισήγησή του προσέκρουσε σε αντίθετα ιταλικά συμφέροντα. Οι Ιταλοί αντιπρόσωποι έκαναν το παν να αναβάλουν τις επόμενες εβδομάδες την συζήτηση των ελληνικών θεμάτων.
……….Η παρουσία τής οθωμανικής αντιπροσωπείας προκάλεσε κακή εντύπωση στους ηγέτες τής Αντάντ (Τριπλής Συμμαχίας, Entente). Αλλά οι εντυπώσεις ξεχνιούνταν γρήγορα. Το πιό σημαντικό ήταν ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ (Lloyd George,1863 -1945) ανυπομονούσε να αποτραβήξει από το οθωμανικό έδαφος τούς εκατοντάδες χιλιάδες Βρετανούς στρατιώτες, που είχαν δεσμευθεί εκεί. Πίεζε λοιπόν τον Ουίλσον να αναλάβει η Αμερική την «εντολή» τήρησης τής τάξης σε όσα περισσότερα τμήματα τού άλλοτε κραταιού οθωμανικού κράτους ήταν δυνατόν.
……….Ουσιαστικά, μόνον η περίπτωση τής Αρμενίας συζητήθηκε σε ό,τι αφορούσε το βορειοανατολικό τμήμα τής παλαιάς Τουρκίας. Η αρμενική αντιπροσωπεία είχε γίνει δεκτή στις 26 Φεβρουαρίου 1919 και ζήτησε μία μεγάλη εδαφική έκταση, εντελώς δυσανάλογη προς τις δυνατότητες τού υπό σύσταση κράτους, καθώς και «εντολή» γιά την αποστολή αμερικανικών δυνάμεων. Ο Ουίλσον φαινόταν να συμφωνεί γιά την αποστολή αμερικανικού στρατού στην Αρμενία, αλλά οι σύμβουλοί του επισήμαναν πολλές πρακτικές δυσκολίες. Η πρόταση τού Βενιζέλου γιά συσχέτιση τού ποντιακού ζητήματος με το αρμενικό στηριζόταν ακριβώς στο προσωπικό ενδιαφέρον τού Ουίλσον για τούς Αρμενίους, αλλά και στην ανάγκη των τελευταίων να αποκτήσουν πρόσβαση στην Μαύρη Θάλασσα με ένα καλό λιμάνι, όπως η Τραπεζούντα. Ήταν μία ρεαλιστική θέση.
……….Η Βρετανία, βέβαια, ενδιαφερόταν ζωηρά γιά τις πετρελαιοπηγές τού Καυκάσου. Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 9.3.1919, βρετανικός στρατός αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα, δημιουργώντας αίσθημα ασφαλείας στους κατοίκους. Λίγες μέρες αργότερα (18.3.1919) η επιτροπή των Ποντίων τής Ελλάδας υπέβαλε και εκείνη υπόμνημα στο Συνέδριο τής Ειρήνης, ζητώντας την αναγνώριση ανεξάρτητου ποντιακού κράτους, το οποίο θα περιλάμβανε το βιλαέτι Τραπεζούντας, το σαντζάκι τής Σινώπης (τού βιλαετιού Κασταμονής), και τα σαντζάκια Αμάσειας, Τοκάτ και Καραχισάρ (τού βιλαετιού Σεβάστειας (Σιβάς). Εκτός από τα συνήθη εθνολογικά επιχειρήματα, το υπόμνημα υποστήριζε ότι η οικονομία του Πόντου ήταν αυτάρκης, το εσωτερικό εμπόριο ακμαίο και η γεωργική παραγωγή πλούσια, παρά το γεγονός ότι η οθωμανική οπισθοδρομικότητα δεν είχε επιτρέψει ακόμη την αξιοποίηση τού φυσικού πλούτου. Μειονέκτημα σε αυτή την πρόταση, που δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι εξετάστηκε από κάποιον αρμόδιο τής Αντάντ (Entente), ήταν ότι απαιτούσε μία μεγάλη παραθαλάσσια λωρίδα, αποκόπτοντας την ενδοχώρα από την διέξοδο προς την Μαύρη Θάλασσα. Δεν υπήρχαν πολλά ίχνη πολιτικού ρεαλισμού σε αυτήν την πρόταση.
……….Τον Απρίλιο τού 1919 -ενώ η γαλλική εκστρατεία στην Κριμαία αποτύγχανε παταγωδώς- ο μητροπολίτης Χρύσανθος έφτασε στο Παρίσι ως μέλος αντιπροσωπείας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, επικεφαλής τής οποίας ήταν ο προαναφερθείς τοποτηρητής τού πατριαρχικού θρόνου. Οι αντιπροσωπείες των Ποντίων τής Διασποράς αναγνώρισαν τον Χρυσόστομο ως εκπρόσωπο των Ρωμιών τού Πόντου. Η διαφορά, ωστόσο, μεταξύ των οργανώσεων τής Διασποράς και τού Χρύσανθου ήταν ότι εκείνος μιλούσε και ως εκπρόσωπος ολόκληρου τού μικρασιατικού Πόντου («συνδιοίκηση τού Πόντου υπό των Ελλήνων και Μουσουλμάνων τής χώρας»), το ανατολικό τμήμα τού οποίου είχε ήδη διοικήσει στην περίοδο τής ρωσικής κατοχής.
……….Ο Χρύσανθος κατέθεσε νέο υπόμνημα στις 2.5.1919, αφού προηγουμένως είχε επαφές με τον Βενιζέλο. Ο τελευταίος δήλωσε ότι εφόσον οι Πόντιοι δεν δέχονταν την πρότασή του γιά ένταξη στην Αρμενία, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υποστηρίζει τις προσπάθειές τους. Κατά κάποιον τρόπο, ο Πόντος θα αποφάσιζε και η Ελλάδα θα συμπαραστεκόταν. Στο υπόμνημά του ο Χρύσανθος επικαλέσθηκε την ασκηθείσα υπό την ηγεσία του αυτοδιοίκηση των εν λόγω επαρχιών (1916-18) και την ειρηνική συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων. Έδωσε έμφαση στην προσδοκία ότι, αν επέστρεφαν οι Πόντιοι πρόσφυγες από τον Καύκασο και την Νότια Ρωσία, ο ελληνικός πληθυσμός θα ήταν ίσος με το μουσουλμανικό, πόσω μάλλον που ο τελευταίος δεν ήταν εθνολογικώς ομοιογενής. «Υπό τοιαύτας συνθήκας είναι ορθόν και δίκαιον όπως η χώρα τού Πόντου αποτελέση αυτόνομον ελληνικόν κράτος», κατέληγε. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το συγκεκριμένο αίτημα αφορούσε την δημιουργία ενός «ελληνικού κράτους» και όχι απλώς την ανεξαρτητοποίηση τού Πόντου. Το τι ακριβώς σήμαινε ένα «ελληνικό κράτος», ο πληθυσμός τού οποίου ήταν κυρίως (ή έστω και κατά το ήμισυ) μουσουλμανικός, δεν ήταν κάτι που απασχόλησε το Συνέδριο τής Ειρήνης. Απασχόλησε όμως την ελληνική κυβέρνηση, όπως θα δούμε στην συνέχεια.
……….Ο Χρύσανθος δεν έκλεισε εντελώς την πόρτα προς τον Βενιζέλο. Αντέτεινε ότι συνεργασία με την Αρμενία μπορούσε να υπάρξει, με την προϋπόθεση όμως ότι οι δύο χώρες θα ήταν ισότιμες και ανεξάρτητες. Ζήτησε πάντως την βοήθεια τής Ελλάδας γιά να οργανώσει στρατιωτικές δυνάμεις, ώστε στον κατάλληλο χρόνο να ανακηρυχθεί η προσωρινή κυβέρνηση τού Πόντου που θα διέθετε ένα μικρό στρατό. Ο Βενιζέλος ανέθεσε το ζήτημα στο συνταγματάρχη πυροβολικού Δημήτριο Καθενιώτη, στον οποίο είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Ο Καθενιώτης, ο οποίος επρόκειτο να έχει στην συνέχεια λαμπρή εξέλιξη στις ένοπλες δυνάμεις, συμμετείχε το 1916 ως ταγματάρχης στο κίνημα τού Βενιζέλου και έτσι απέκτησε δύο βαθμούς μέσα στα επόμενα δυόμισι χρόνια. Πήγε αμέσως μόλις έλαβε εντολή στην Κωνσταντινούπολη, όπου γιά πρώτη φορά πληροφορήθηκε τις «στρατιωτικές» απόψεις τής εκεί ποντιακής οργάνωσης, τις οποίες και απέρριψε υιοθετώντας από την πρώτη στιγμή διδακτικό ύφος.
……….Οι Πόντιοι τής Πόλης θεωρούσαν ως αναγκαία την οργάνωση αντάρτικου στον Πόντο. Από την άλλη, έκριναν ότι -γιά το φόβο των αντεκδικήσεων – θα ήταν προτιμότερο η εκπαίδευση των ανταρτών να γίνει στο Βατούμ ή το Σοχούμ, από όπου όσοι είχαν εκπαιδευτεί θα αποβιβάζονταν στον Πόντο την κατάλληλη ώρα. Ο Καθενιώτης αντέτεινε ότι το σχέδιο αυτό δεν ήταν εφαρμόσιμο και προπαγάνδισε την άποψη του Βενιζέλου γιά προσάρτηση τής Τραπεζούντας στο αρμενικό κράτος. Πάντως, συμφώνησε ότι θα έπρεπε να αναπτυχθεί στρατός στον Πόντο και να διαταχθεί με μορφή αντάρτικου, λόγω τής γεωγραφικής ιδιορρυθμίας τής περιοχής. Τότε πληροφορήθηκε ότι υπήρχε ήδη ένας αριθμός ανταρτών στην Σαμψούντα και την Μπάφρα.
……….Την ίδια μέρα που ο Καθενιώτης υπέβαλε την αναφορά του στον Βενιζέλο (14.5.1919) το «Συνέδριο των αντιπροσώπων τού Πόντου», υπό τον Κ. Γ. Κωνσταντινίδη, κατέθεσε νέο υπόμνημα στο οποίο κατέγραψε το αποτέλεσμα των συζητήσεών του με την αρμενική αντιπροσωπεία που είχε έλθει στο Παρίσι. Ο Κωνσταντινίδης είχε προτείνει στους Αρμένιους να σχηματισθεί ομοσπονδία δύο ανεξάρτητων κρατών. Η αρμενική αντιπροσωπεία αντιπρότεινε την προσάρτηση τής επαρχίας Τραπεζούντας στην Αρμενία, υπό καθεστώς αυτονομίας. Δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι οι «μεγάλοι», που έως τότε είχαν ασχοληθεί με την Αρμενία μόνον μερικές ώρες, έδειξαν ενδιαφέρον γιά το υπόμνημα. Ακόμη και ο Βενιζέλος είχε άλλα να σκεφτεί.
……….Την επόμενη μέρα (15.5.1919) – μετά από πρόταση τού Λόιντ Τζορτζ και απόφαση των ηγετών τής Αντάντ (Entente)- ο ελληνικός στρατός, με την παρουσία τού συμμαχικού στόλου, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη γιά να τηρήσει την τάξη. Αν και από την πρώτη ημέρα έγιναν επεισόδια που δικαίωσαν όσους είχαν επιφυλάξεις γιά την ανάθεση τής εντολής στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος αισθανόταν απολύτως δικαιωμένος γιά την πολιτική του. Η στάση του απέναντι στο Ποντιακό γινόταν ολοένα και πιό απόμακρη. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει τα γενικότερα ελληνικά συμφέροντα ούτε να δεχτεί να καθορίζουν τρίτοι τις προτεραιότητές του. Ωστόσο, καθώς οι εκπρόσωποι των Ελλήνων τού οθωμανικού κράτους αποτελούσαν έναν παράγοντα που μπορούσε να αξιοποιηθεί, ο Βενιζέλος δεν έκλεισε την πόρτα στον Χρύσανθο. Άλλωστε το πρόβλημα τής ασφάλειας των χριστιανών τού Πόντου παρέμενε άλυτο.