.
.
Ο Μακεδονομάχος Ζήσης Βέρρος – Ο τελευταίος εν ζωή συμπολεμιστής τού Παύλου Μελά
.
……….Μέσα στην καρδιά τής Πίνδου, ανάμεσα στις αμέτρητες φυσικές γραφικότητες και στην άγρια βλάστηση, εκεί όπου τα χιόνια σκεπάζουν ακόμη τις βουνοκορφές, είναι χτισμένο το χωριό Αβδέλλα των Γρεβενών. Αυτή η αλπική κωμόπολη, n «αετοφωλιά» τής ένδοξης Πίνδου είναι η γενέτειρα τού Μακεδονομάχου και Εθνικού αγωνιστή Ζήση Βέρρου.
Ο Ζήσης Βέρρος, ήταν ο τελευταίος εν ζωή συμπολεμιστής τού Παύλου Μελά, ο οποίος αισθάνθηκε βαθιά τις πίκρες που τον «πότισε» το επίσημο κράτος. Το είχε παράπονο που η Πολιτεία τον εγκατέλειψε στο περιθώριο και το έλεγε με θάρρος: «… Εμένα, τον Ζήση Βέρρο, δεν με πρέπουν αγάλματα, δεν μ’ αρέσουν οι παίνιες (σ.σ. έπαινοι) αλλά είναι άτιμο μερικοί να προσπαθούν, με κάθε δόλιο τρόπο να εξαφανίσουν απ’ την ιστορία τους αγωνιστές τού Μακεδονικού Αγώνα…»
……….Αλλά ποιός είναι ο Ζήσης Βέρρος; Γεννήθηκε το έτος 1880, στις 16 Αυγούστου, στην Αβδέλλα Γρεβενών και πέθανε σε ηλικία 105 ετών, το 1985. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο και στην συνέχεια φοίτησε μέχρι την 5η τάξη σ’ ένα από τα καλύτερα Γυμνάσια τής τότε τουρκοκρατούμενης Β. Ελλάδος. Στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου Κοζάνης. Στα δεκαεννιά του χρόνια (1899) υπηρέτησε ως δάσκαλος στο χωριό του μέχρι το 1900. Στην συνέχεια αναμίχθηκε σε διάφορες ανταρτικές Μακεδονικές ομάδες ενώ το 1905 — φανερά πλέον — βγήκε αντάρτης δίπλα στον Παύλο Μελά, στον Λουκά Κόκκινο, στον Καπετάν Μπρούφα, στον Βάρδα (Τούντα) -εν. Τσόντο-, Ζιάκα (Φλωρέα) και άλλων οπλαρχηγών. Αργότερα ανέλαβε αρχηγός ομάδας, αποτελούμενης από 35 αντάρτες. Έλαβε μέρος σε περισσότερες από εξήντα μάχες από τις όποιες — όπως μάς είπε ο ίδιος — οι περισσότερες ήταν πολύνεκρες αλλά νικηφόρες.
……….Τον Ζήση Βέρρο, τον συνάντησε ο δημοσιογράφος των «Νέων», Γιάννης Παπαδόπουλος, λίγες μέρες προτού «πατήσει» στο πρώτο έτος τού δεύτερου αιώνα του στο χωριό του Αβδέλλα, να ξαποσταίνει στο μπαλκόνι του, αγναντεύοντας γύρω του τις βουνοκορφές τής Πίνδου. Αγέρωχος, ήρεμος και γενναιόκαρδος εξιστορούσε μάχες και γεγονότα τα όποια άσβεστα αλλά και βαθιά χαραγμένα βρισκόντουσαν στη μνήμη του.
«…Άσβεστα θάναι στη μνήμη μου τα άγρια εκείνα χρόνια των εθνικών αγώνων, όπου καμμιά εξουσία δεν προστάτευε την βασανισμένη ζωή τού Λαού μας. Η κραταιά οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένα σκιάχτρο! Οι πειναλέοι, θυμάμαι, και ξυπόλητοι στρατοί της και οι αρπαχτικοί γκέκηδες πλιατσικολογούσαν όλες τις πόλεις, τα Γρεβενά, τα χωριά μας, τα σπίτια μας και έσπερναν τον τρόμο. Βγήκαμε αντάρτες, πολεμήσαμε και ποτίσαμε το χώμα με το αίμα μας…».
……….Αλλά ο υπεραιωνόβιος Μακεδονομάχος φάνηκε ασυγκράτητος μπροστά στη θύμηση των γεγονότων που πλημμύριζαν την μνήμη του και υποχρέωναν τα μάτια του να δακρύσουν από συγκίνηση!
«…Από ποιά μάχη ν’ αρχίσω και σε ποιά να σταματήσω ; Στη μάχη τού Όρλιακα το 1905 ήμουνα επικεφαλής ομάδας με 55 αντάρτες. Στη νικηφόρα αυτή μάχη σκοτώσαμε 27 τούρκους και πήραμε αρκετό οπλισμό. Χάσαμε όμως το πρωτοπαλήκαρο τής ομάδας μας…».
……….Ο Ζήσης Βέρρος αυτή τη μάχη τη θυμόταν τόσο καλά, την αισθανόταν τόσο βαθιά, που απ’ τη βιασύνη του μήπως και ξεχάσει κάτι, ανάγκαζε τη φωνή του να τρέμει…
«… Μάς έστειλαν συγχαρητήρια απ’ την Κάτω Ελλάδα, μάς είπανε πως πολεμούμε ηρωικά και ότι μάς έρχεται βοήθεια από Κρητικούς άνδρες. Μάς ήλθαν αρκετοί Κρητικοί – πλάι…».
……….Μετά απ’ αυτή τη μάχη ο Ζήσης Βέρρος συνδέθηκε με άλλους Μακεδονομάχους και Παλαιοελλαδίτες (όπως ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά) συνδετικούς κρίκους, γιά την μεταφορά όπλων και πυρομαχικών απ’ την Θεσσαλία.
«… Μοίρασα εκατοντάδες όπλα σε αντάρτες, έδωσα μπαρούτι και χειροβομβίδες. Έσκαψα στη γη, παράχωσα όπλα και τα ξέθαψα γιά να τα μοιράσω τη νύχτα σε νέους αντάρτες.»
Στη συνέχεια, ο Ζήσης Βέρρος εξιστόρησε ως έξης τη μάχη τής Δαμασκηνίας Βοΐου (7/5/1906) :
«…Έλαβα διαταγή απ’ τον οπλαρχηγό Βάρδα (…) να προχωρήσω γιά το χωριό Ναζερέτο, στα σύνορα Αλβανίας – Σερβίας. Εκεί χτυπηθήκαμε με τούς Κομιτατζήδες υπό την αρχηγία τού Τσακάλωφ και Μητροβλάχου. Ήταν διπλάσιοι από μάς, αλλά τη νύχτα με γιορούσι τούς συντρίψαμε.
Απ’ εκεί φθάσαμε (11/5/1907) στο χωριό Φούφα τής Πτολεμαΐδας, όπου βάλαμε φωτιά σ’ ένα σπίτι που γινότανε βουλγάρικος γάμος. Η επιτυχία μας ήταν μεγάλη αφού κάψαμε — μαζί με το σπίτι — και αρκετούς κομιτατζήδες. Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκε ο αξιωματικός Φούφας, προς τιμή τού όποιου αργότερα το χωριό ονομάστηκε Φούφα…».
Εκ θαύματος
……….Μετά τον Ιούλιο τού 1908 — με το Σύνταγμα των Νεοτούρκων — διαλύθηκαν τα ελληνικά αντάρτικα καθώς και τα βουλγάρικα. Μετά απ’ αυτό το γεγονός ο Ζήσης Βέρρος «φόρεσε τη στολή τού πολίτη» και εγκαταστάθηκε στην πόλη των Γρεβενών. Αλλά το κομιτάτο των Νεοτούρκων τον είχε πρώτο στον κατάλογο γιά εξόντωση, μαζί με άλλους συμπολεμιστές του.
……….Διέφυγε αρκετές φορές τη δολοφονική απόπειρα μετά από συνεχή «καρτέρια» εναντίον του. Μ’ αυτόν τον τρόπο — εκείνο τον καιρό — οι τούρκοι δολοφόνησαν τον οπλαρχηγό Περδίκη και τον Κώστα Κούνδουρο.
……….Στην περίοδο τής φασιστικής κατοχής 1940—44, «ρουμανίζοντες» και γερμανόφιλοι, γιά να εκδικηθούν την πατριωτική και εθνική δράση τού Ζήση Βέρρου ζήτησαν απ’ τούς Γερμανούς να εκτελεστεί.
«…Συνελήφθηκα, είπε ο ίδιος στην συνέντευξη του, έμεινα δύο χρόνια στη φυλακή τής Κοζάνης και ως εκ θαύματος διέφυγα την εκτέλεση…».