,
,
Στὴ μνήμη τοῦ πατέρα μου
.
Μελισσάνθη
.
Ὅταν κοιτάζω τὰ παιδάκια κάθε μέρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμένη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.
***
Άπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει –
τόσο κ’ οἱ δυό εἶναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε…
Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε !
Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτάει,
***
καὶ κεῖνος, σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται…
(Πόσο σοφός εἰν’ ὁ πατέρας ! Πόσα ξέρει !
Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι !
Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δὲ φοβᾶται !..)
***
Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο : «– Σάν θὰ μεγαλώσω…»
……………«–…… Τότε ἐγὼ πιά ἕνας φτωχός γερᾶκος θάμαι…
Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ σηκώσω,
Καὶ θὰ μοῦ λές : ἀκούμπα πάνω μου νὰ πᾶμε…
***
Σὰν θάρχωνται γιὰ νὰ σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι,
μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ μένω…»
………….«–…. .Ἐγώ στὴν ἄμαξά μου πάντα θὰ σὲ παίρνω !»
λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψῃ, κ’ἐπιμένει…
***
Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ,
ἄν εἰναι δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη,
γιὰ νὰ τοῦ δείξῃ πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ !..
***
Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνὸ χεράκι,
ὁ κουρασμένος νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη !..
(Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ μικρό παιδάκι,
και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)
***