,
,
Ἀπὸ τὰ ἀτελείωτα ἐγκλήματα τῶν βουργάρων στὴν Μακεδονία
Γίνεσαι βούργαρος ἤ σὲ τρώει τὸ μαχαίρι…
……….1904. Τὸ Μοναστήρι, ἤ Μπίτολα ὅπως τὸ λένε οἱ Σέρβοι, ἦταν τότε τὸ κέντρο ὅλης τῆς περιοχῆς. Τὸ πιὸ μεγάλο ἐμπόριο γινόταν στὸ παζάρι του. Σύνορα, ὅπως τώρα, δὲν ὑπῆρχαν, γιατὶ καὶ πέρα καὶ δῶθε βρίσκονταν οἱ τοῦρκοι ποὺ τὰ εἶχαν ὅλα δικὰ τους.
……….Τὸ γυμνάσιο τοῦ Μοναστηρίου, ἑλληνικὸ τότε, συγκέντρωνε μαθητὲς ἀπ’ ὅλη τὴν περιοχή. Τὰ χωριατόπουλα γεμάτα χαρά, ξεκινούσαν πέντε καὶ δέκα ὧρες δρόμο, νὰ πάρουν σειρὰ καὶ νὰ γραφτοῦν σ’ αὐτό. Νοίκιαζαν πέντε – πέντε κάποιο δωμάτιο καὶ ἐκεῖ μὲ ψωμοτύρι προσπαθοῦσαν νὰ τὰ βγάλουν πέρα, νὰ τελειώσουν τὶς σπουδές. Καὶ σὰν τέλειωναν, ποιὸς θὰ γινόταν γραμματικὸς τοῦ χωριοῦ καὶ ποιὸς θὰ διορίζονταν σὲ κρατική δουλειά.
……….Ἐκείνη τὴν χρονιά, στὸ γυμνάσιο αὐτό, εἶχαν γραφτεῖ καὶ παιδιά ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θανάση. Ὁ Βασίλης Λέσκας καὶ ὁ Κώστας Καπετάντσης. Τὸ χωριό τους χτισμένο μιὰ ὥρα δῶθε ἀπὸ τὸ Καϋμά-Ξυλάν, κοντὰ στὴν Πιπερίτσα, ἦταν τὸ φτωχότερο ἀπ’ ὅλα. Χῶμα καλὸ νὰ ὀργώσουν δὲν ὑπῆρχε, ἐκτὸς ἀπὸ κάτι ξεροχώραφα ποὺ δὲν φύτρωνε σ’ αὐτὰ ἄλλο ἀπὸ καλαμπόκι καὶ σίκαλη. Μὰ κι’ ἀπ’ αὐτά χαΐρι δὲν εἶχε γιατὶ τὸ μπερεκέτι τους ἦταν λίγο παραπάνω ἀπὸ τὸν σπόρο πού ’ριχναν. Παντοῦ ὀξιά καὶ πουρνάρι. Γι’ αὐτὸ κάθε σπίτι τάιζε μερικὰ γίδια ἤ πρόβατα.
……….Κάτω, μισὴ ὥρα δρόμο, ὁ κάμπος τῆς Ἀρνίσσης, δὲν ἦταν δικὸς τους. Οἱ τοῦρκοι τὥχαν τσιφλίκι τους. Ὁ ἀχόρταγος Τζαφὲρ μπέης δὲν τοὺς λογάριασε περισσότερο ἀπ’ τὰ ζῶα του. Τοὺς κρατοῦσε μισονήστικους κι’ ἀγόραζε φτηνᾶ χέρια γιὰ τὶς δουλειὲς τοῦ τσιφλικιοῦ του. Ἄν πεῖς πάλι γιὰ τὴν λίμνη, δὲν χωράει κουβέντα. Δὲν μποροῦσες νὰ ψαρέψῃς. Ἦταν κι’ αὐτὴ τσιφλίκι τους.
……….Στενάχωρα ἦταν τὰ πράγματα. Τό ’βλεπαν τὰ παιδιά.
……….– Πῶς θὰ περάσουμε τὰ χρόνια μας ἔτσι; Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτή, ἔλεγαν.
……….Πολλὰ παιδιὰ ἄφηναν τὸ χωριό τους. Ξενοδούλευαν στὴν Ἔδεσσα, στὸ Ἀμύνταιο ἤ στὰ Καϊλάρια. Στέλνανε κάτι καὶ στὰ σπίτια τους.
……….Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὁ Βασίλης Λέσκας καὶ ὁ Κώστας Καπετάντσης, εἶχαν ξεκινήσει μὲ τὰ πόδια γιὰ τὸ χωριό. Μεγάλος δρόμος, κοντά 8 ὧρες. Ὁ Σεπτέμβριος ἔχει φύγει καὶ μποροῦσαν νὰ ἀφήσουν γιὰ πέντε – δέκα μέρες τὸ θρανίο. Γεμάτοι χαρά, ποὺ σὲ λίγο θά’βλεπαν τοὺς δικούς τους, πέρασαν τὸν κάμπο τῆς Μπίτολας, ἀνεβοκατέβηκαν τὴν ραχούλα τοῦ Σόβιτς καὶ φτάσανε στὴν Σέτινα, νὰ ξαποστάσουν καὶ νὰ ρίξουν κάτι στὰ στομάχια τους. Μπροστὰ τους εἶχαν ἀνήφορο καὶ νηστικοὶ ὅπως ἦταν δὲν το’βγάζαν πέρα. Ἀπόθεσαν τὰ ντουρβαδάκια τους καὶ στρώθηκαν κάτω ἀπ’ τὸ μεγάλο πλατάνι. Μὲ τὰ κόκκινα φέσια στὰ κεφάλια τους δὲν μποροῦσες νὰ τοὺς ξεχωρίσεις ἀπὸ τούρκους.
……….Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἡ συμμορία τοῦ κομιτατζῆ Χρήστου Γιόφτσε εἶχε παρατραβήξει τὸ σκοινί. Ἔβαζε φωτιά στὰ σπίτια καὶ σκότωνε ὅποιον ἤθελε. Λίγο νὰ ξεμυτοῦσες ἀπ’ τὸ χωριό, δὲν ἦσουν σίγουρος γιὰ τὸ κεφάλι σου. Κι’ εἶχε κάνει λημέρι της κοντὰ στὴν Πιπερίτσα. Τὸν δρόμο τῶν παιδιῶν, ποὺ ἀνηφόριζαν τώρα κουρασμένα, καὶ ποὺ τὸ τυχερὸ τους ἦταν νὰ μὴν ξαναδοῦν οὔτε τὸ χωριὸ οὔτε τὸ θρανίο τους.
……….Συναντήθηκαν κοντὰ στὴν βρυσούλα.
……….– Γιατί ρὲ κοπρόσκυλα, πᾶτε στὸ ἑλληνικό; Ἐμεῖς θὰ σᾶς στέλναμε στὴν Σοφία ἄν θέλατε νὰ μάθετε γράμματα. Ἀλλὰ ἐσεῖς εἶστε γκαρκομάνηδες.
……….Ἕνας κομιτατζής μὲ τὸ μαχαίρι στὸ χέρι ὤρμησε στὸν Κώστα, καὶ μὲ δύναμη τοῦ τὸ μπήγει στὴν κοιλιά. Ὁ Βασίλης τὸ βάζει στὰ πόδια. Ἄδικα ὅμως. Μία σφαῖρα τὸν ξαπλώνει ξερόν. Ὁ Γιόφτσες τὸν εἶχε σημαδέψει καλά.
……….–Πᾶρε τους καὶ ρίξ’ τους ἐκεῖ στὴν χαράδρα, Βάνε. Μέχρι τὸ πρωΐ θὰ τοὺς ἔχουν φάει τὰ τσακάλια.
-
Πηγή: Τὸ ἔργο τοῦ Μακεδονομάχου ἱερέως, Πέτρου Παπαναστασίου, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις ‘’ Ἐλεύθερη Σκέψις ’’, «Θυσίες καὶ ἀγῶνες στὴν Μακεδονία».
-
Πηγή εἰκόνας: https://commons.wikimedia.org/
-
Ἐπιμέλεια κειμένου καὶ εἰκόνας: Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο