,
,
Λάκης (Νικόλαος) Πύρζας, ο ηρωϊκότατος Μακεδών μακεδονομάχος
,
……….Επτά τού Γενάρη το 1947 το χιόνι από μέρες ακόμα έπεφτε πυκνό, όλα γύρω είχανε σκεπαστεί στο άσπρο. Πόσο σιωπηλό είναι το χιόνι σαν πέφτει ανάλαφρα! Ο δρόμος που βγάζει από την Φλώρινα και τραβάει γιά τον Άη – Γιώργη είχε σκεπαστεί κάπου 40 πόντους χιόνι.
……….Μια πένθιμη συνοδεία σήμερα πάταγε αυτόν τον δρόμο. Δεν ήτανε μικρή η συνοδεία αυτή, δεν ήτανε μεγάλη, ήτανε όλη η Φλώρινα π’ ακολούθαγε έναν νεκρό. Ο θάνατος είχε πάρει μια ζωή, είχε κλείσει ένα βιβλίο. Ο νεκρός ήτανε ο Λάκης Πύρζας. Μια εικοσάχρονη κοπέλα αδύνατη, χλωμή παρ’ όλο που θάπρεπε η παγωνιά να τής είχε κοκκινίσει τα μάγουλα, μ’ ορθάνοιχτα μάτια παρηκολούθαγε δίπλα στον ανοιγμένο τάφο κάθε φτυαριά χώμα που σκέπαζε το φέρετρο· για την κοπέλα ήτανε ο πατέρας της για όλους τους άλλους ήτανε ο Λάκης Πύρζας, το παλληκάρι πούμενε αθάνατο. Όλοι κάτι ψιθύριζαν. Ένας μίλαγε για τούτο, ένας για τάλλο, όλοι κάτι ξέρανε γύρω από τον πεθαμένο. Άλλοι, οι πιο πολλοί είχανε ακουστά, άλλοι οι πιο λίγοι, αυτοί πούσερναν στην πλάτη τους τα ίδια χρόνια με τον πεθαμένο, αυτοί ήξεραν τα πιο πολλά. Μίλαγαν σαν νάταν τώρα κι ας είχαν περάσει από τότε κοντά πενήντα χρόνια. Είναι μεγάλο πράμα να πεθαίνεις και να μην ξεχνιέσαι, είναι το ίδιο σα να ζείς και δεν γερνάς μένεις πάντα νέος δε σε φθείρει ο χρόνος.
……….Ένας γέρος δίπλα μου σιγομουρμούριζε έναν λησμονημένο σκοπό. Μίλαγε για τα δυο παλληκάρια, τον Παύλο Μελά και τον Λάκη Πύρζα. Αχώριστοι, δίπλα, αντίκριζαν τον Βούλγαρο.
……….Ο Λάκης ήτανε ένα λιγνόκορμο παλληκάρι σταρένιο με μεγάλα μαύρα μάτια, στο κεφάλι του φόραγε ένα κόκκινο φεσάκι όπως ζήταγαν οι νόμοι τού Τούρκου αφέντη. Ήτανε όμορφο παιδί ο Λάκης. Τα γράμματα τ’ απόφευγε, τους τοίχους τού σκολειού τους ένοιωθε σα φυλακή, κι’ η Ιστορία τής πατρίδας του ήτανε γι’ αυτόν το σήμερα και το αύριο· ένοιωθε την σημερινή του σκλαβιά και πόθαγε μ’ όλη την δύναμη τής ψυχής του την λευτεριά για τον εαυτό του και για την πατρίδα του. Τον τράβαγαν τα γύρω καταπράσινα υψώματα, ‘κεί ανέπνεε καθαρό αέρα λεύτερο ‘κεί ανέβαινε συχνά, καθότανε πάνω σε βράχο κι’ αγνάντευε κάτω την σκλαβωμένη πολιτεία, την Φλώρινα· ‘κεί έκανε τα όνειρά του. Ήτανε πολύ μεγάλα τα όνειρα τού Λάκη. Μέσα του μιά φωνή τού μίλαγε: «Λάκη, μπορείς να καταφέρεις πολλά, μη σκιάζεσαι, δεν είσαι μικρός, δεν είναι πρόωρα, πρέπει κάτι να κάνεις». Αυτή την φωνή την άκουγε συχνά ο Λάκης, πίστεψε σ’ αυτή την φωνή, πίστεψε στον εαυτό του ο Λάκης κι’ ήταν ο πρώτος που πίστεψε τον εαυτό του. Σαν πιστέψεις τον εαυτό σου, όλα είναι εύκολα..
……….Έφηβος ακόμα ο Λάκης Πύρζας διέθεσε ολόψυχα τον εαυτό του στην υπηρεσία τής πατρίδας του. Μια ήταν η σκέψη του κι όλες οι πράξεις του γύρω απ’ αυτή την σκέψη· η Μακεδονία να μείνει Ελληνική.
……….Ύστερα από τον άτυχο πόλεμο τού 1897 πούκαμε το μικρό τότε Ελληνικό Κράτος με την τουρκική αυτοκρατορία, το Ελληνικό στοιχείο στα τουρκοκρατούμενα μέρη δέχτηκε περισσότερους περιορισμούς και πιέσεις, ενώ αντίθετα το Βουλγαρικό στοιχείο πήρε περισσότερα προνόμια. Η Βουλγαρία θεώρησε ευνοϊκές τις συνθήκες να εντείνει την προπαγάνδα της. Τα σχέδιά της γνωστά κι’ αναλλοίωτα σαν πάντοτε, εκβουλγαρισμός των πληθυσμών τής Μακεδονίας.
……….Η Βουλγαρική προπαγάνδα άρχισε σαν χταπόδι να ξαπλώνει τα σιχαμερά της πλοκάμια στο θανατερό της αγκάλιασμα να πνίξει κάθε Ελληνικό. Μετέρχεται κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό της. Εξαγοράζει αδύνατες και ελαστικές συνειδήσεις, τρομοκρατεί και εκβιάζει τους δειλούς, δολοφονεί τους τολμηρούς και ακλόνητους στην Ελληνική Ιδέα. Το ράσο, πρώτος στόχος τής Σχισματικής Βουλγαρίας, βάφεται στο αίμα.
……….Οι πληθυσμοί τής υπαίθρου είναι καταπτοημένοι, ανενόχλητη η βουλγαρική προπαγάνδα προχωρεί στην ολοκλήρωση τού σκοπού της. Διάφοροι αρμόδιοι, που θα μπορούσαν να αντιδράσουν κατά κάποιον τρόπο στα σχέδια αυτά, αδρανούν. Φρίττουν και λυσσούν οι Πατριώτες. Βλέπουν τα πλοκάμια τής βουλγαρικής προπαγάνδας να σφίγγουν τον λαιμό τους. Μικροί και ανήμποροι σε υλική δύναμη, ζήταγαν μόνοι τους να κόψουν τα πλοκάμια αυτά, μα πώς; Διησθάνοντο την μοίρα τους.
……….Ο Λάκης Πύρζας, ένα παιδί μεγαλωμένο στην οικονομική ευμάρεια τού σπιτιού του, κάθε άλλο θα μπόραγε να ποθήσει παρά την περιπέτεια και τον κίνδυνο. Κι όμως, ήτανε γεννημένος να παίξει τον ρόλο του. Ήτανε ταγμένος στο πέρασμά του να αφήσει άσβηστα τα χνάρια του.
……….Μ’ όλες τις αισθήσεις του αισθάνεται τί γίνεται γύρω του. Καταλαβαίνει πως ο χρόνος είναι σύμμαχος στα Βουλγαρικά σχέδια. Πρέπει κάτι να γίνει κι’ από την Ελληνική πλευρά, δεν νοιώθει τον εαυτό του μικρό. Το στήθος του φλογίζεται, η φλόγα τού καίει τα μυαλά, τα δυνατά και εύκολα.
……….Και γιατί όχι, ποιός αγώνας δεν άρχισε από το τίποτε, ποιά επανάσταση δεν έχει για πρώτες ρίζες την αγανάκτηση, τα μικροεπεισόδια, τις πρώτες ψιχάλες όσο να γίνει μπόρα, καταρράκτης κι’ ορμητικός χείμαρρος να συνεπάρει και να γκρεμίσει συθέμελα ακλόνητα κάστρα;
……….Έτσι άρχισε κι’ ο Μακεδονικός Αγώνας, μια τραγωδία γιομάτη μεγαλείο και Εθνική έξαρση. Δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τις άλλες σελίδες τής Ιστορίας τής φυλής μας. Σα’ νάτανε χτες, μιά συνέχεια χωρίς χρονικά χάσματα. Η ίδια Ιστορία ξετυλίγεται στην Μακεδονική γωνιά τής Ελλάδας. Σκηνή η Χώρα των Μακεδόνων, σκηνικά τα βουνά και τα φαράγγια της ανάλλαχτα στο πέρασμα τού χρόνου όπως τα πατούσαν οι βαριές λεγεώνες των Μακεδόνων Βασιλέων, πρωταγωνιστές οι ίδιοι, Παιώνες – Λυγκησταί – Ορέσται – Πελαγώνες, τί κι αν άλλαξαν όνομα, φορεσιές κι’ άρματα; Μέσ’ στο κορμί η ίδια καρδιά χτυπάει.
-
Πηγή: Πάνος Παπασταμάτης, «Ο Οπλαρχηγός Καπετάν Λάκης Πύρζας». Από την περιοδική έκδοση «Αριστοτέλης» τού ομώνυμου Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Φλωρίνης, Μάρτιος-Απρίλιος 1960.