.
,
Τόπτσαμ. Τὸ ποντικό ἀντάρτικο μὲ τὸν καπετὰν Γοτσάναστας.
Ἀντίσταση στὴν ποντιακὴ γενοκτονία.
Ἱστορίες ἀνωνύμων Ἑλλήνων - Ἡ φυγὴ στὸ Τόπτσαμ.
……….Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Τοπὰλ Ὀσμὰν καὶ στὰ κοντινὰ χωριά, στὰ σύνορα Νιξάρ καὶ Ἔρπαα, Σορχούν, Ἴσκιλι, Τεκκέ, Ἔντὶκ Πουνάρ […] ἦταν τραγικὲς οἱ συνθῆκες τῆς φυγῆς […] στὰ βουνά κάτω ἀπὸ τὴν καταδίωξη τῶν τούρκων.
……….Ὅσους ἀντάρτες καὶ ἀόπλους ῥώτησα γιὰ τὸν πόλεμο ἐκεῖνον, ὁ καθένας ἀπολυτοποιοῦσε τὴν προσωπικὴ του ἱστορία καὶ τὶς δικὲς του ἐμπειρίες. Κανείς δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ δώσῃ γενικὴ συστηματικὴ περιγραφὴ τῆς καταστάσεως. Ὅμως καὶ οἱ προσωπικὲς ἱστορίες ἔστω καὶ χωρὶς συνοχή μεταξὺ τους δείχνουν τὴν τραγικότητα ἐκείνων τῶν χρόνων.
……….Μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν φυγάδων δυό ἄοπλοι φεύγανε κι’ αὐτοί. Δὲν εἶχαν ὅπλα νὰ πολεμήσουν. Ἀργότερα ἐξοπλίσθηκαν οἱ ἀντάρτες καὶ τσάκιζαν τοὺς τούρκους μὲ ἡρωικὴ ἄμυνα καὶ ἀντεπιθέσεις καὶ ἐπιδρομὲς σὲ τουρκοχώρια. […] Ἕνας φυγὰς κρατοῦσε τὸν πεντάχρονο ἀνεψιό του στὴν πλάτη καὶ ἔτρεχε. Πολλοὶ φυγάδες εἶχαν τὰ παιδιά δεμένα στὴν πλάτη τους, ὅσοι προλάβαιναν νὰ τὰ δέσουν. Τὸ κράτησε στὴν πλάτη μὲ στοργὴ καὶ ἔτρεξε γρήγορα, ἐνῷ κυνηγοῦσαν οἱ τοῦρκοι νὰ τοὺς σκοτώσουν. Τὸ παιδάκι τύλιγε τὰ χεράκια στὸ λαιμὸ του. Τὰ χέρια τοῦ θείου κρατοῦσαν τὸ ἀνεψάκι ἀπὸ πίσω. Ὅμως ἡ πορεία καὶ ἡ φυγή κράτησε ὧρες, ἐνῷ ὁ θάνατος φτερούγιζε γύρω τους.
……….Ξαφνικὰ μὲ τὸν γρήγορο βηματισμό τῶν κυνηγημένων, τὸ πεντάχρονο παιδάκι γλίστρησε ἀπὸ τὰ κουρασμένα χέρια τοῦ θείου. Ἀπὸ πίσω κατέφθασαν σὰν λύκοι οἱ τοῦρκοι μὲ τὰ σπαθιὰ τους νὰ τὸν κατακομματιάσουν. Μὲ ἕνα ἀπελπισμένο πήδημα τοὺς ξέφυγε. Ἀνάμεσα στὶς βροντὲς τῶν ντουφεκιῶν καὶ στοὺς κρότους τῶν σπαθιῶν ἀκουόταν καὶ ἡ κραυγὴ τοῦ πεντάχρονου ἀγοριοῦ : «Θεῖε, θεῖε, πάρε με μὴ μ’ ἀφήνεις». Ὅμως ἀνάμεσα στὸ παιδὶ καὶ στὸ θεῖο πηδοῦσαν σὰν γεράκια οἱ τοῦρκοι καὶ κομματιάζανε ὅποιον προλάβαιναν. Ὁ θεῖος γλύτωσε. Ἄγνωστο εἶναι ἄν τὸ παιδάκι τὸ σφάξανε, τὸ τούρκεψαν ἤ τὸ ποδοπάτησαν οἱ ἐπιδρομεῖς.
………..Ὁ θεῖος ἐκεῖνος θυμόταν τὴν κραυγὴ τοῦ παιδιοῦ ποὺ τοῦ σούβλιζε τὴν καρδιά. Πέρασε τὸ φρικτὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεως. Ἔλεγε κλαίοντας : «Ἔπρεπε νὰ σταθῶ νὰ τὸ ξαναπάρω κι’ ἄς μὲ κάνουν κομμάτια». Αὐτὸς ὁ συναισθηματικός ἄνθρωπος πέθανε ἀπὸ στεναχώρια σὲ σαράντα μέρες.
__________
……….Ἕνας ἄλλος φυγὰς κρατοῦσε στὴν πλάτη του δεμένο τὸ τρίχρονο μωρὸ του, ἀγοράκι ἤ κοριτσάκι δὲν μάθαμε. Ἐπειδὴ ἦταν δεμένο δὲν ἔπεφτε ἀπὸ τὴν πλάτη του. Ὁ πατέρας ἔφευγε. Οἱ τοῦρκοι πολλὲς φορὲς ἔφτασαν τὰ σπαθιὰ μέχρι τὸ κεφάλι του. Ἀλλὰ μὲ ἀπελπισμένα πηδήματα ξέφευγε. Σὲ μιὰ σπαθιὰ τοῦ βαρβάρου τούρκου ἔπεσε στὸ κενό. Ὅμως ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ δεμένου μωροῦ ποὺ εἶχε δεμένο στὴν πλάτη. Τέλος, ὁ τραγικὸς πατέρας ξέφυγε στὰ βουνά ὅπου κάθησε κατάκοπος καὶ κατέβασε τὸ μωρὸ ἀπὸ τὴν πλάτη του. Τότε κατάλαβε ὅτι κουβαλοῦσε τὸ ἀκέφαλο μωρὸ του.
__________
……….Ἕνας γέρος ἀσπρομάλλης, ποὺ οἱ τοῦρκοι στὴ φυγὴ πρόλαβαν καὶ σκότωσαν τὴ γυναῖκα του, τὴν κόρη του καὶ τὸν γαμπρό του, πρόλαβε νὰ ἀρπάξῃ τὸ τρίχρονο έγγονάκι του καὶ ἔτρεξε νὰ τὸ σώσῃ. Ὅμως κουράστηκε γρήγορα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τρέξῃ. Οἱ τοῦρκοι τὸν πρόλαβαν. Τοῦ ἄρπαξαν τὸ ἐγγονάκι ἀπὸ τὴν πλάτη καὶ τὸ πέταξαν κάτω. Τότε ὁ τραγικὸς παππούς σκέπασε τὸ ἐγγονάκι του μὲ τὸ κορμί του. Μιὰ μαχαιριὰ βιαστικὴ ἑνὸς τούρκου τὸν κτύπησε ξώπετσα καὶ τὸ αἷμα κοκκίνησε στὴν πλάτη του. Ὁ γέρος ἔχασε τὶς αἰσθήσεις του. Οἱ ἐπερχόμενοι τοῦρκοι τὸν πέρασαν γιὰ σκοτωμένο καὶ τὸν προσπέρασαν.
……….Τὴν ἄλλη μέρα μερικοὶ γοργοπόδαροι ἀντάρτες, ὁπλισμένοι, μὲ ὁμάδα ἀόπλων ἐρευνοῦσαν στὸ δρόμο γιὰ ἐπιζῶντες.
……….Ξαφνικὰ ἀκοῦνε τὸ παιδικὸ κλάμα κάτω ἀπὸ τὸ κορμὶ τοῦ τραυματία παπποῦ. Τελικὰ συνέφεραν τὸν παπποῦ καὶ τοὺς μετέφεραν στὸ λημέρι τοῦ Γοτσάναστας ὁ ὁποῖος παρὰ τὴν ἀγέρωχή του προσωπικότητα εἶχε μεγάλη συμπάθεια στὰ παιδάκια. Ἀνέθεσε σὲ πονόψυχες γυναῖκες νὰ τὸ περιποιηθοῦν μαζὶ μὲ τὸν παππού, τοῦ ὁποίου τὸ τραῦμα σιγὰ σιγὰ θεραπεύτηκε. Μετὰ τὴν ἀνακωχή, ὁ παππούς μὲ τὸ ἐγγονάκι του παρουσιάσθηκαν στὸ ὀρφανοτροφεῖο τοῦ Τοκὰτ καὶ τοὺς μετέφεραν στὴν Ἑλλάδα.
__________
Ἡ δεκάχρονη Μαρία ἡ φοβισμένη
……….Ἕνα κοριτσάκι δεκάχρονο, ἡ Μαρία Πεστεκίδου, ἦταν ὀρφανὴ ἀπὸ μάνα. Ὁ πατέρας της ἦταν ἐξόριστος σὲ ἄγνωστο μέρος. Τὸ κοριτσάκι πῆγε ἐξορία μὲ τὴ γιαγιὰ του. Τὸ τέρμα τῆς ἐξορίας ἦταν στὸ Σιβάζ, ὅπου ἐκεῖ ἡ γιαγιὰ πέθανε ἕνα βράδυ. Τότε μία γυναῖκα ἐνδιαφέρθηκε καὶ τὴν πῆγε σὲ μια τουρκάλα χανοὺμ γιὰ ὑπηρέτρια. […] Στὸ σπίτι τῆς τουρκάλας ἡ Μαρία αἰσθανόταν τὴν παγερότητα καὶ τὴν ἀποξένωση. Ἔρημο ὀρφανό ἀνάμεσα σὲ ψυχρὰ βλέμματα. […] Μιὰ μέρα τὴν ἔστειλαν στὸ χωράφι νὰ πάῃ φαγητό στὸν Ἰμπραὴμ ποὺ δούλευε. Αὐτὸς ὁ τοῦρκος παρ’ ὅλο τὸ ἀφελὲς ὕφος του εἶχε μέσα του πονηριά. Μπροστὰ στὴ Μαρία ὑποκρίθηκε καὶ εἶπε:
- Ἐγὼ Χριστιανὸς εἶμαι. Ἅμα βρῶ τοὺς δικοὺς μου θὰ φύγω.
- Κι’ ἐγὼ θὰ φύγω ἅμα βρῶ τοὺς δικοὺς μου.
……….Ἡ Μαρία τὸν πίστεψε καὶ προδόθηκε ἀπὸ τῆς καρδιᾶς της τὸν πόθο νὰ βρῇ τοὺς δικούς της. Ὁ Ἰμπραήμ, ὁ φτωχοχαφιές, τὸ μαρτύρησε στὴ χανούμισσα. Καὶ αὐτὴ φώναξε τὴν Μαρία.
- Τὸ ξέρεις ὅτι εἶσαι μιὰ πιθαμὴ καὶ κεφάλι σηκώνεις ; Ἀπόψε, ἅμα θέλω, σὲ σκοτώνω καὶ σὲ πετάω στὸ ποτάμι.
……….Ἡ Μαρία τρόμαξε. Ὅλη τὴ νύχτα ἀπὸ τὸ φόβο της δὲν κοιμήθηκε. Μέχρι τὸ πρωί εἶπε ὅλες τὶς προσευχὲς ποὺ ἤξερε. Τὰ χαράματα […] ἔτρεξε τρομαγμένη καὶ πῆγε σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴ δώσανε στὴ χανοὺμ καὶ τοὺς ἐνημέρωσε. Ἐκεῖ τῆς εἶπαν : «Μαρία, ἐδῶ μᾶς ξέρουν καὶ θὰ ἔρθουν νὰ σὲ πιάσουν». Μερίμνησαν καὶ γρήγορα τὴν ἔστειλαν σὲ ἄγνωστους Ἕλληνες, γιὰ νὰ μὴν τὴν βρῇ ἡ κακόψυχη χανούμ, ἡ ὁποία εἶχε ἀποθρασυνθεῖ ἐπειδὴ ἦταν γυναῖκα ἀξιωματικοῦ. Οἱ ἄγνωστοι Ἕλληνες τὴν πῆγαν ἀμέσως στὸ ὀρφανοτροφεῖο καὶ τὴν ἀσφάλισαν. Τέλος ἦρθε στὴν Ἑλλάδα.
-
Πηγή: Τόπτσαμ. Τὸ ποντικό ἀντάρτικο μὲ τὸν καπετὰν Γοτσάναστας. Ἀντίσταση στὴν ποντιακὴ γενοκτονία. Λάζαρου Τσακιρίδη-Θεολόγου Καθηγητοῦ.
-
Ἐπιμέλεια κειμένου καὶ εἰκόνων: Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο