ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ-ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΕΣ ΚΑΙ ΚΟΛΙΓΟΙ (1881-1922)

.

Δημιουργία τού Δημήτρη Χυτήρη.

 .

 Το αγροτικό ζήτημα στην Ηπειροθεσσαλία και η όξυνσή του.

Σωκράτης Δ. Πετμεζάς

.

Digger in a Potato Field-Van Ghong

……….Το αγροτικό ζήτημα μπορεί να ταυτισθεί με τη διαμόρφωση, γιά πρώτη φορά στην ανεξάρτητη Ελλάδα, μιάς πολυάριθμης κοινωνικής τάξης άκληρων χωρικών, των «κολίγων», στενά εξαρτημένων γιά την επιβίωσή τους από τους κατόχους των μεγάλων γαιοκτησιών, των «τσιφλικιών». Η κυρίαρχη μορφή εκμετάλλευσης τής εργασίας αυτών των χωρικών, οι οποίοι αναλάμβαναν να καλλιεργήσουν τη γη που ανήκε στους κατόχους των τσιφλικιών, ήταν η απόδοση στους ιδιοκτήτες μεριδίου από την ετήσια παραγωγή. Το μερίδιο αυτό ανερχόταν συνήθως στο μισό ή στο ένα τρίτο τού προϊόντος μετά την αφαίρεση τού σπόρου και τού φόρου, αναλόγως τής συμμετοχής των γαιοκτημόνων στα έξοδα καλλιέργειας (με την παροχή αροτήρων και σπόρου), τής γονιμότητας τού εδάφους και των τοπικών συνηθειών.

Η ενσωμάτωση τής Ηπειροθεσσαλίας και η εμφάνιση τού αγροτικού ζητήματος

……….[…] Στις περιοχές που τελούσαν υπό οθωμανική κατοχή, εκτός από τις περιορισμένες περιπτώσεις τσιφλικιών πλήρους ιδιοκτησίας, οι περισσότεροι κάτοχοι τσιφλικιών ήταν απλώς καταχραστές δημοσίων γαιών, μισθωτές δημοσίων προσόδων, επιστάτες δημοσίων και βασιλικών γαιοκτησιών κλπ. […] Συνήθως οι επίμορτοι καλλιεργητές είχαν νομίμως αναγνωρισμένα διηνεκή δικαιώματα καλλιέργειας επί τής γης και συλλογικά δικαιώματα ελεύθερης πρόσβασης και χρήσης των φυσικών πόρων (δάση, βοσκοτόπια, ύδατα κλπ.). Επί πλέον, μεγάλο μέρος των τσιφλικιών (όπως αυτά τής δυτικής Θεσσαλίας) ήταν χωριά «ελεύθερων» χωρικών (κεφαλοχώρια), τα οποία μετατράπηκαν σε τσιφλίκια στις αρχές τού 19ου αιώνα από τον Αλή Τεπελενλή Πασά […] Οι πληθυσμοί αυτών των κεφαλοχωριών είχαν διατηρήσει την ανάμνηση τού γεγονότος και θεωρούσαν την μετατροπή τής ιδιοκτησίας σε τσιφλίκι άκυρη, παραβίαση τής παλαιάς οθωμανικής έννομης τάξης.

……….Από την άλλη, στο ελεύθερο βασίλειο τής Ελλάδας από την ίδρυσή του, μολονότι υπήρχαν ιδιόκτητα τσιφλίκια και άκληροι κολίγοι, μέχρι το 1881 το φαινόμενο ήταν περιορισμένο σε μερικούς θύλακες τής πεδινής Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και τής Βόρειας Εύβοιας (κυρίως στις επαρχίες Αττικής, Φθιώτιδας και Ιστιαίας) και δεν αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικών συγκρούσεων ή κοινωνικών αντιπαραθέσων. […] Η συγκυρία τής ενσωμάτωσης τής Θεσσαλίας και τής επαρχίας Άρτας στο ελληνικό κράτος δημιούργησε […] γιά πρώτη φορά, εμφανές και οξύ αγροτικό ζήτημα στην ελεύθερη Ελλάδα. Η Συνθήκη τής Κωνσταντινουπόλεως (28/3 & 2/7/1881), με την οποία παραχωρήθηκε η Ηπειροθεσσαλία στην Ελλάδα, όρισε στα άρθρα 4 και 6: πρώτον, ότι όλα τα έγγεια ιδιοκτησιακά και εμπράγματα δικαιώματα των οθωμανών υπηκόων, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, θα αναγνωρίζονταν από το ελληνικό δημόσιο και, δεύτερον, ότι τα δικαιώματα αυτά δεν ήταν δυνατόν να καταργηθούν με νόμο που δεν θα έχει γενική εφαρμογή στο σύνολο τής ελληνικής επικράτειας.

……….Με άλλα λόγια, τα τσιφλίκια των οθωμανών μπέηδων τής Θεσσαλίας μπορούσαν να απαλλοτριωθούν μόνο εάν η απαλλοτρίωση κάλυπτε και τις μεγάλες γαιοκτησίες τής Παλαιάς Ελλάδας. Η ερμηνεία και η εφαρμογή αυτών των άρθρων στάθηκαν η αφορμή γιά να εκδηλωθεί, αμέσως μετά την ενσωμάτωση, μία μακρόχρονη και επώδυνη νομική, κοινωνική και πολιτική διαμάχη. Καθώς το ακριβές νομικό περιεχόμενο τού καθεστώτος των εγγείων εμπράγματων δικαιωμάτων στο οθωμανικό δίκαιο δεν επιδεχόταν ακριβή μεταγραφή στα πλαίσια τού βυζαντινο-ρωμαϊκού δικαίου που ίσχυε στην Ελλάδα, ορισμένα εμπράγματα δικαιώματα διεστάλησαν και μετατράπηκαν σε δικαιώματα πλήρους ιδιοκτησίας, ενώ άλλα δικαιώματα περιεστάλησαν και απογυμνώθηκαν από κάθε εμπράγματο περιεχόμενο.

Evening-The End of the Day -Van Ghong

……….Η θέση των κολίγων ως αγροληπτών μετά την ενσωμάτωση στην Ελλάδα, είχε επιδεινωθεί σε σχέση με εκείνη που τους είχε αναγνωρίσει στα 1861 η Υψηλή Πύλη με το λεγόμενο «Φιρμάνι ἐπὶ τῶν ἐγγείων σχέσεων στα τσιφλίκια τῆς Θεσσαλίας». Η γνησιότητα τού εκδοθέντος φιρμανιού αμφισβητήθηκε από τους τσιφλικούχους και μόνον μετά το 1912 ο Δημήτριος Κ. Τσοποτός[1] αναγνώρισε την αυθεντικότητα τού περιεχομένου των άρθρων του – δηλαδή τον εμπράγματο και διηνεκή χαρακτήρα τής «μορτής»[2] – μολονότι εξακολούθησε να αμφισβητεί τη γνησιότητα τού εκδοθέντος κειμένου.

……….Έτσι, οι κάτοχοι των τσιφλικιών, οι οποίοι σπανίως διέθεταν ακριβείς τίτλους και πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα,[…] αναγνωρίστηκαν ως αδιαφιλονίκητοι ιδιοκτήτες τής γης. Αντιθέτως οι κολίγοι, οι οποίοι παλαιότερα κατείχαν το δικαίωμα τής διηνεκούς και κληρονομικά μεταβιβάσιμης κατοχής και νομής τής γης που καλλιεργούσαν (υπό τον όρο τής αδιάλειπτης καλλιέργειας και τής απόδοσης μεριδίου τής παραγωγής στον τσιφλικούχο), κινδύνευσαν να μετατραπούν σε ελεύθερους αγρολήπτες, δηλαδή σε νομικά ελεύθερους ιδιώτες αλλά και σε παραγωγούς αποξενωμένους από κάθε δικαίωμα επί τής γης που καλλιεργούσαν αυτοί και οι πρόγονοί τους.

Η σχέση τσιφλικάδων με την πολιτική 

……….Την διαδικασία αυτή μεταγραφής των οθωμανικών εγγείων εμπράγματων δικαιωμάτων, στα πλαίσια τού ισχύοντος εγγείου καθεστώτος, διευκόλυνε η μαζική εξαγορά των τσιφλικιών από Έλληνες κεφαλαιούχους τής ομογένειας και η συνακόλουθη δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού στρώματος Ελλήνων γαιοκτημόνων με επιρροή στα πολιτικά κόμματα, και ιδιαίτερα σε αυτό τού Τρικούπη. Η επιτυχής εκλογική δραστηριότητα των ομογενών γαιοκτημόνων που ενεπλάκησαν στην πολιτική ζωή τής Ελλάδας, όπως εκείνη τού «διάσημου» βουλευτή Κωνσταντίνου Καραπάνου [μεγάλος τσιφλικάς τής περιοχής τής Άρτας], οφείλεται και στις σχέσεις εξάρτησης και πολιτικοοικονομικής πατρωνίας που επέβαλλαν στους κολίγους των τσιφλικιών τους.

……….[…] Κατά την τελευταία εικοσαετία τού 19ου αιώνα, βασικό σημείο σύγκρουσης γαιοκτημόνων και κολίγων ήταν η νομιμότητα των προσπαθειών των γαιοκτημόνων να μετατρέψουν τους κολίγους σε πρόσκαιρους αγρολήπτες. Αλλεπάλληλες δικαστικές διαμάχες αναδείκνυαν συνεχώς το ζήτημα αυτό σε λυδία λίθο τής τοπικής πολιτικής σκηνής, και παροδικά σε βασικό αντικείμενο διαμάχης στην Εθνοσυνέλευση. Οι απολογητές των γαιοκτημόνων υποστήριζαν ότι η λεγόμενη «μορτή» ήταν μία παροδική ενοχική σχέση μεταξύ αγροδότη (γαιοκτήμονα) και αγρολήπτη (κολίγου), η οποία όταν έληγε απελευθέρωνε και τα δύο μέρη από κάθε επί πλέον υποχρέωση. Αντιθέτως, οι υπέρμαχοι των καλλιεργητών υποστήριζαν ότι η μορτή εκφράζει ένα εμπράγματο διηνεκές δικαίωμα (και αντίστοιχες υποχρεώσεις) τού κολίγου επί τής καλλιεργούμενης γης και ότι δεν είναι δυνατόν να ταυτισθεί σε μία παροδική ενοχική σχέση.

……….Αν ο Άρειος Πάγος και τα μη θεσσαλικά δικαστήρια έμοιαζε να δικαιώνουν τους κολίγους, είναι βέβαιο ότι η κρατική εξουσία στη Θεσσαλία (τοπικά πρωτοδικεία, διοίκηση και χωροφυλακή) ήταν στενά εξαρτημένη από τους γαιοκτήμονες και τους επιστάτες τους και λάμβανε αποφάσεις σαφώς επωφελείς γι’ αυτούς. Στα 1896, η κυβέρνηση Δηλιγιάννη προσπάθησε να λάβει σοβαρά και συνεκτικά μέτρα γιά την απάλυνση τού αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία και προετοίμασε πέντε νομοσχέδια, εκ των οποίων ένα αναγνώριζε τον εμπράγματο και διηνεκή χαρακτήρα τής μορτής και περιόριζε ριζικά τα δικαιώματα των τσιφλικούχων. Το συμβιβαστικό αυτό νομοσχέδιο ενεπλάκη σε συζητήσεις επιτροπών τής Βουλής, και έτσι τελικά η ψήφισή του αποτράπηκε.

……….Αντιθέτως, η διάδοχος συντηρητική κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη, ψηφίζοντας το νόμο ΒΧΗ’ (9 Ιουλίου 1899) «Περὶ ἐξώσεως δυστροπούντων ἐνοικιαστῶν», παραχώρησε στους τσιφλικούχους ένα ισχυρό εργαλείου πειθάρχησης των κολίγων. Η συνεχής όμως όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων και η ενίσχυση τής θέσης των κολίγων και των υποστηρικτών τους, ώθησε την επόμενη κυβέρνηση Θεοτόκη να καταθέσει, στα 1906, ένα νέο νομοσχέδιο «περὶ μορτῆς», που περιόριζε και πάλι ουσιωδώς τα δικαιώματα των κολίγων. Παρά ταύτα, και αυτή η συμβιβαστική λύση συνάντησε την αντίδραση των γαιοκτημόνων και εγκαταλείφθηκε.

Τα τσιφλίκια και η διάψευση των προσδοκιών γιά σιτάρκεια. 
Δημιουργία τού Δημήτρη Χυτήρη.

……….Η θεσσαλική σιταροπαραγωγή είχε θεωρηθεί πανάκεια γιά το πρόβλημα σιτάρκειας τής Ελλάδας. Η αποχώρηση των οθωμανών μικροϊδιοκτητών (‘’κονιάρων’’) και οι απρόσμενα δυσμενείς καιρικές συνθήκες των πρώτων χρόνων οδήγησαν σε σημαντική μείωση τού παραγόμενου όγκου σιτηρών. Υπήρχε η ελπίδα, όμως, ότι η φυσική γονιμότητα τής γης και η ενίσχυση τής θέσης των ομογενών γαιοκτημόνων θα οδηγούσαν σύντομα στην αναζωογόνηση τής σιτοκαλλιέργειας και στην εισαγωγή των απαραίτητων καλλιεργητικών καινοτομιών.

……….Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η θεσσαλική σιτοκαλλιέργεια στηριζόταν στο σύστημα των τσιφλικιών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των μικροϊδιοκτητών των κεφαλοχωρίων αποτελούσε την πηγή τής εποχικής εργατικής δύναμης που ήταν απαραίτητη γιά τις εργασίες τού θερισμού, και των άλλων εργασιοβόρων γεωργικών δραστηριοτήτων. Στα 1899-1900, είχε υπολογισθεί ότι στη Θεσσαλία κατοικούσαν 13.086 γεωργικές οικογένειες μικροϊδιοκτητών (κυρίως στους ημιορεινούς και ορεινούς δήμους) έναντι 11.006 γεωργικών οικογενειών κολίγων και 456 οικογενειών «κουλουκτσήδων» (έμμισθων αγρεργατών) εγκατεστημένων στα τσιφλίκια τής πεδιάδας. Το 49% τής συνολικής έκτασης, το 60% των ετησίως καλλιεργουμένων και 21% των φυτεμένων γαιών τής Θεσσαλίας ανήκαν στα τσιφλίκια όπου έβοσκε το 77% τού ζωικού κεφαλαίου.

……….Παρ’ όλα αυτά, στις αρχές τού 20ού αιώνα, ένα εκατομμύριο στρέμματα, το ένα τρίτο περίπου των αρόσιμων γαιών των τσιφλικιών, παρέμενε μονίμως χέρσο, ενώ αν καλλιεργείτο θα μπορούσε να μειώσει κατά 25% το έλλειμμα τής ελληνικής σιτοκαλλιέργειας. Οι έγγειες όμως σχέσεις στα τσιφλίκια τής Θεσσαλίας καθιστούσαν αδύνατη αυτή την εξέλιξη, διότι όχι μόνον απέτρεπαν την εντατικοποίηση των καλλιεργητικών συστημάτων, αλλά και διότι δεν έδιναν στους κολίγους κανένα κίνητρο γιά να καλλιεργήσουν περισσότερη έκταση σε σιτηρά από όση ήταν απαραίτητη γιά την σιτάρκεια τής οικογένειάς τους μετά την καταβολή τής γαιοπροσόδου, των φόρων και των εξόδων καλλιέργειας.

Η αύξηση των δασμών από τον Τρικούπη στα εισαγόμενα σιτηρά και η κερδοσκοπία των τσιφλικάδων.

……….Το νέο δασμολόγιο τού Τρικούπη (1882,1887) ύψωσε τους δασμούς στα εισαγόμενα σιτηρά και αύξησε την τιμή τού ψωμιού αλλά, αντίθετα από τα αναμενόμενα, η επίδραση στην παραγωγή σίτου ήταν μικρή, μολονότι η συνολικά καλλιεργούμενη έκταση και η παραγωγικότητα τής γης έμοιαζε να έχει αυξηθεί προς τα τέλη τού αιώνα. Η κατασκευή, μεταξύ 1884 και 1887, ενός εκτεταμένου σιδηροδρομικού δικτύου 200 χμ. που κατέληγε στο λιμάνι τού Βόλου, ανέπτυξε την σημασία αυτού τού τελευταίου και ενίσχυσε την ανάπτυξη τής πόλης ως βασικού εμπορικού και βιομηχανικού κέντρου τής περιοχής, αλλά δεν βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα τής θεσσαλικής σιτοκαλλιέργειας.

……….Καμμία σοβαρή δομική αναδιάρθρωση δεν παρατηρήθηκε, καθώς ούτε η οργάνωση τής παραγωγής ούτε οι τεχνολογικές της παράμετροι άλλαξαν. Η Θεσσαλία παρέμεινε καθ’ όλη την περίοδο μία αραιοκατατοικημένη περιοχή, με ελώδεις, ανθυγιεινές και πλημμυροπαθείς πεδιάδες, όπου η ημινομαδική κτηνοτροφία συχνά είχε μεγαλύτερο ειδικό βάρος από την καλλιέργεια των δημητριακών, την οποία αναλάμβαναν με απηρχαιωμένες μεθόδους κολίγοι και ελάχιστοι μικροϊδιοκτήτες.

……….Με ελάχιστες (αλλά συχνά εντυπωσιακές) εξαιρέσεις, οι γαιοκτήμονες δεν άλλαξαν τον τρόπο καλλιέργειας τής γης και δεν εισήγαγαν τεχνολογικές καινοτομίες. Αντί να επενδύσουν κεφάλαια σε εγγειοβελτιωτικά έργα, στην εισαγωγή κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, στην χρήση έμμισθης εργασίας, με άλλα λόγια αντί να εμπλακούν στη μακροπρόθεσμη βελτίωση τής παραγωγικότητας τής εργασίας, στην επέκταση των καλλιεργούμενων επιφανειών, στην διόγκωση τού όγκου τής παραγωγής και στην μείωση τού κόστους τού προϊόντος, οι τσιφλικούχοι συνέχισαν να αδιαφορούν γιά κάθε περαιτέρω επένδυση και απλώς πέτυχαν, χάρη στην επιτυχή πίεση γιά επιβολή υψηλότερης δασμολογικής προστασίας τής εγχώριας σιτοπαραγωγής, την αύξηση τού τιμήματος που λάμβαναν γιά κάθε κιλό σιταριού σε βάρος των ελλήνων καταναλωτών (!..)

Τα πρώτα σημάδια υποχωρήσεως στα δίκαια αιτήματα των κολίγων λόγω του πολιτικού κόστους…

……….Καθώς οι ελπίδες που είχαν στηρίξει στη Θεσσαλία ο πολιτικός κόσμος και γενικότερα οι Έλληνες πολίτες διαψεύδονταν, οι οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις απειλούσαν την σταθερότητα τού πολιτικού συστήματος. Οι αστικοί πληθυσμοί, και ειδικά οι διανοούμενοι τής Θεσσαλίας και τής Άρτας, υποστήριζαν συστηματικά τα αιτήματα των κολίγων και, εμπρός στην διαμόρφωση ενός ευρύτατου κοινωνικού συνασπισμού, τόσο οι συντηρητικοί τού Θεοτόκη όσοι και οι εκπρόσωποι των γαιοκτημόνων άρχισαν, από τα μέσα τής πρώτης δεκαετίας τού 20ού αιώνα, να θεωρούν αναπόφευκτη την αποδοχή των αιτημάτων των κολίγων γιά νομοθετική τακτοποίηση τού εμπράγματος χαρακτήρα τής μορτής. Η βασική πλέον προσπάθεια των γαιοκτημόνων και των ιδεολογικών εκπροσώπων τους ήταν να καταστήσουν κοινή πεποίθηση το γεγονός ότι η μεγάλη γαιοκτησία αποτελεί φυσική περίπου αναγκαιότητα στην Θεσσαλία και προαιώνιο, ιστορικά δικαιωμένο, τρόπο εκμετάλλευσης τής γης προς όφελος τόσο των γαιοκτημόνων όσο και των κολίγων, «ιδανικών συνεταίρων» στην εκμετάλλευση τού φυσικού περιβάλλοντος.

Η ελπίδα των τσιφλικάδων να εκποιηθούν οι εκτάσεις τους σε τιμές αυξημένες.
Βοσκοί τής Ηπείρου Φρεντ. Μπουασονά Γενεύη 1913

……….Ήταν πλέον φανερό ότι η ρύθμιση του προβλήματος ήταν θέμα χρόνου και πολιτικής συγκυρίας, καθώς το κόστος είχε γίνει δυσβάστακτο γιά τον πολιτικό κόσμο και γιά τα πιό προβεβλημένα μέλη των πλουσίων ομογενών. Η οικονομική αποδοτικότητα των τσιφλικιών γιά τους περισσότερους ιδιοκτήτες ήταν περιθωριακή σχετικά με τις άλλες πηγές προσόδων που διέθεταν, ενώ η περισσότερο κερδοφόρα προοπτική γι’ αυτούς ήταν η πραγματοποίηση τής υπεραξίας, την οποία προσδοκούσαν όταν είχαν αγοράσει ιδιαίτερα φθηνά τα τσιφλίκια λίγο πριν από το 1881. Η εκποίηση των τσιφλικιών στους κολίγους άμεσα ή έμμεσα (μέσω τού Δημοσίου) ήταν μία από τις προσφορότερες γιά τους τσιφλικούχους λύσεις. .Ιδιαίτερα τα τσιφλίκια των ορεινών και των ημιορεινών περιοχών (το βασικότερο προϊόν των οποίων δεν ήταν γεωργικό) […] αλλά κτηνοτροφικό ή μη αγροτικό (βιοτεχνικά είδη και διάφορες υπηρεσίες), ήταν εκείνα που κυρίως εκποιήθηκαν στην Άρτα ήδη στα 1883-1884.

……….Στην Θεσσαλία, μεταξύ τού 1881 και τού 1896, ο αριθμός των τσιφλικιών μειώθηκε από 460 σε 393, ενώ των κεφαλοχωρίων αυξήθηκε από 198 σε 277. Στα 1902 υπήρχαν 301 κεφαλοχώρια, 281 τσιφλίκια και 54 «μεικτά» χωριά, ενώ στα 1910 τα κεφαλοχώρια ανήλθαν σε 362, τα τσιφλίκια σε 260 και τα «μεικτά» σε 72. Μεταξύ 1881 και 1905, περίπου 163 οικισμοί εξαγοράστηκαν και 3.067 οικογένειες ακτημόνων απέκτησαν γη (το 25% τού συνόλου των μικροϊδιοκτητών). Πράγματι, αμέσως μετά το 1881, εκτιμάται ότι 57 οικισμοί εξαγοράστηκαν κατευθείαν από τους οθωμανούς μικροϊδιοκτήτες κατόχους τους («κονιαροχώρια»), οι οποίοι αποχώρησαν από την Θεσσαλία μετά την απελευθέρωσή της. Μέχρι το 1914 προστέθηκαν ακόμη 42 τσιφλίκια, τα οποία εξαγοράστηκαν ολικά, και 66 τσιφλίκια τα οποία εξαγοράστηκαν εν μέρει από τους καλλιεργητές τους. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν 57 τσιφλίκια που εξαγοράστηκαν, μεταξύ 1907 και 1914, χάρη στο Γεωργικό Ταμείο Θεσσαλίας, το οποίο, χρησιμοποιώντας ένα κεφάλαιο 15 εκατομμυρίων δραχμών, εξαγόρασε τσιφλίκια έκτασης 1.058.700 στρεμμάτων που μοίρασε σε 4.398 οικογένειες ακτημόνων και 2.624 οικογένειες προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία και την Ρουμανία.

……….Γενικά όμως, η συνεισφορά τού Δημοσίου στην προσπάθεια αυτή ήταν περιορισμένη. Παρά την προσπάθεια των κυβερνήσεων Δηλιγιάννη στα 1896 να συστήσουν με κεφάλαια τής Εθνικής Τράπεζας ένα Γεωργικό Ταμείο γιά να ενισχύσουν την προσπάθεια των κολίγων να εξαγοράσουν τα τσιφλίκια, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Η δε Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, η οποία ιδρύθηκε στα 1882 και απορροφήθηκε από την Εθνική Τράπεζα στα 1898, είχε εκδοτικό δικαίωμα γιά την περιοχή, αλλά στην πραγματικότητα περιορίστηκε στη χρηματοδότηση των γαιοκτημόνων (!..)

……….Η σχετική επιτυχία των κολίγων να εξαγοράσουν με δικά τους μέσα τα τσιφλίκια, οφείλεται βεβαίως στην επιτυχή αντίσταση που προέβαλαν στις οικονομικές και θεσμικές απαιτήσεις των γαιοκτημόνων και στην ικανότητά τους να κρατήσουν ένα αυξανόμενο μέρος τού πλεονάσματος που παρήγαν. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν πάντοτε χωρίς κινδύνους αφού, μεταξύ 1905 και 1906, 382 οικογένειες πρώην ακτημόνων (σε σύνολο 3.268) που είχαν καταχρεωθεί γιά να εξαγοράσουν την γη των τσιφλικιών και δεν μπορούσαν πλέον να αντιμετωπίσουν τα τοκοχρεολύσια, έχασαν τις ιδιοκτησίες τους προς όφελος 223 νέων αγοραστών. Πάντως είναι φανερό ότι μακροχρόνια οι κολίγοι, παρά τις αντιδράσεις των γαιοκτημόνων, μπόρεσαν από την καλλιέργεια των καπνών και την κτηνοτροφία να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα εισοδήματα γιά την εξαγορά των τσιφλικιών.

……….[…] Ο κολίγος προτιμούσε να στρέψει την πλεονάζουσα εργατική δύναμη τής οικογένειάς του σε δραστηριότητες από τις οποίες ο γαιοκτήμονας δεν λάμβανε μερίδιο ή σε εκείνες που το προϊόν τους είχε σταθερή ζήτηση στις τοπικές και διεθνείς αγορές (όπως ο καπνός). Το ακριβές περίγραμμα όσων επωφελήθηκαν από την εκούσια εκποίηση των τσιφλικιών δεν είναι σαφές, ωστόσο φαίνεται ότι κερδισμένοι βγήκαν τόσο οι κολίγοι καλλιεργητές όσο και οι λεγόμενοι «παρακεντέδες», όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι των τσιφλικικών, οι οποίοι δεν καλλιεργούσαν την γη, αλλά ασχολούνταν με διάφορα μικρο-επαγγέλματα (αγωγιάτες, πανδοχείς κλπ.) και είχαν το δικαίωμα δωρεάν βοσκής ενός μικρού αριθμού ζώων στα βοσκοτόπια τού τσιφλικιού.

Κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους από τα Γιάννενα προς την Δωδώνη. Μπουασονά 1913

……….Η δυναμική που απελευθέρωσε το κίνημα στο Γουδί οδήγησε σε επί πλέον όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων, με αποκορύφωμα τα αιματηρά γεγονότα τού Κιλελέρ (6 Μαρτίου 1910), αλλά και στη συνειδητοποίηση εκ μέρους τής ανερχόμενης ηγεσίας των Φιλελευθέρων τού γεγονότος ότι, με το αγροτικό ζήτημα ανοικτό, το εσωτερικό μέτωπο δεν θα ήταν ποτέ αρραγές αλλά και η απήχηση τής Ελλάδας μεταξύ των πληθυσμών τής Μακεδονίας, τής Θράκης και τής Ηπείρου, όπου το αγροτικό ζήτημα ήταν, κατά τόπους, ιδιαίτερα οξύ, θα δεχόταν σοβαρό πλήγμα.

……….Στα 1911, η κυβέρνηση Βενιζέλου απαγόρευσε τις εξώσεις των κολίγων (νόμος ΓΩΝΣ’/31 Ιουλίου 1911) καταργώντας το νόμο τού 1899 και επέβαλε στην αναθεώρηση τού Συντάγματος ρυθμίσεις (όπως το άρθρο 17 που προέβλεπε την δυνατότητα απαλλοτρίωσης ιδιοκτησιών όχι μόνον γιά λόγους «δημοσίας ἀνάγκης» αλλά και γιά λόγους «δημοσίας ὡφελείας»), οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο γιά την απαλλοτρίωση των μεγάλων γαιοκτησιών.

Η αγροτική οικονομία τής Βόρειας Ελλάδας και η ενσωμάτωσή της στην Ελληνική Οικονομία 

……….[…] Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) πρόσφεραν στην Ελλάδα νέες επαρχίες στην Μακεδονία και την Ήπειρο, στις οποίες έσπευσε να εφαρμόσει τα διδάγματα που είχε αποκομίσει από την περίπτωση τής Ηπειροθεσσαλίας: απαγόρευσε με νόμο κάθε μεταβίβαση ακινήτων στην ύπαιθρο και κάθε αλλαγή των εγγείων σχέσεων στις επαρχίες αυτές. Απέτρεψε έτσι την ανεξέλεγκτη μεταβίβαση γαιών και τσιφλικιών χωρίς επαρκείς τίτλους ιδιοκτησίας, καθώς και την δημιουργία μιάς νέας ομάδας χριστιανών μεγάλων γαιοκτημόνων. Εκπεφρασμένη πρόθεση τής νέας κυβέρνησης των Φιλελευθέρων ήταν η απαλλοτρίωση των μεγάλων γαιοκτησιών και η διανομή των δημοσίων κτημάτων υπέρ των ακτημόνων. Εξ άλλου, την ίδια χρονιά, το 1912, ο Βενιζέλος έλαβε νομοθετικά μέτρα τα οποία ενίσχυσαν την θέση των αγροληπτών στα Ιόνια Νησιά και συνέβαλαν στην διάλυση προς όφελος των γεωργών των τελευταίων φεουδαλικών υπολειμμάτων […] (ειδικά στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο). Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε στα 1925-1927, παράλληλα με την μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση.

……….Πρόθεση των Φιλελευθέρων ήταν να ενισχύσουν το εθνικό φρόνημα των χωρικών, βασικής πηγής οπλιτών γιά τους επερχόμενους πολέμους. […] Η ρητή υπόσχεση μιάς εκτεταμένης Αγροτικής Μεταρρύθμισης εντάσσεται στην πολιτική αυτή, η οποία είχε άμεσα θετικά αποτελέσματα. […] Αρχικά, η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών (ειδικώς των χριστιανών βεβαίως γαιοκτημόνων) προβλεπόταν να γίνει εκουσίως, με διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης των ακτημόνων αγοραστών και με αργούς ρυθμούς.

……….Η όξυνση όμως των ενδοαστικών συγκρούσεων και ο Διχασμός τού πολιτικού κόσμου, έσπρωξε την [πραξικοπηματική] κυβέρνηση τής Θεσσαλονίκης να υιοθετήσει ένα πιό ριζοσπαστικό πρόγραμμα υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης. Η συστράτευση των γαιοκτημόνων με τους βασιλόφρονες, οδήγησε σε όλο και περισσότερο ριζοσπαστικότερες λύσεις την περίοδο 1917-1920. […] Η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και η προοπτική μαζικών ανταλλαγών πληθυσμών ώθησαν τις […] κυβερνήσεις των βενιζελικών στην συγκρότηση ενός ευρύτατου προγράμματος υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών, διανομής δημοσίων γαιών και των κτημάτων των ανταλλάξιμων υπέρ των ακτημόνων και των προσφύγων, και περιορισμού στο ελάχιστο δυνατόν τής αποζημίωσης των γαιοκτημόνων.

Η πρώτη διαμόρφωση παρεμβατικής κρατικής αγροτικής πολιτικής πριν από το μεσοπόλεμο.

……….[…]Ο πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα αναγνώρισε την ανάγκη δημιουργίας ενός διοικητικού οργάνου ελέγχου και παρέμβασης στην αγροτική οικονομία, πρώτα με την ίδρυση στα 1910 τού υπουργείου Γεωργίας, Βιομηχανίας και Εμπορίου το οποίο κληρονόμησε την γεωργική διεύθυνση τού υπουργείου Εσωτερικών και, το 1917, με την ίδρυση ενός υπουργείου Γεωργίας, βασικού επιτελικού οργάνου. Παράλληλα, νομοθετικές πρωτοβουλίες (νόμος 602 τού 1914 γιά τους συνεταιρισμούς) και η στρατηγική εφαρμογής τής Αγροτικής Μεταρρύθμισης (υποχρεωτική δημιουργία συνεταιρισμών των προικοδοτούμενων με γη ακτημόνων), έδωσαν το έναυσμα γιά τους θεσμούς των συνεταιρισμών στην ελληνική ύπαιθρο.


  • Πηγή: ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ_2007_ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ, Τόμος 1ος, Α – ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ (1900-1922)
  • Επιμέλεια κειμένου και επιλογή εικόνων : Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο
  • Πηγή εικόνων:
  1. Δημιουργίες τού Δημήτρη Χυτήρη 
  2. Χαρίλαος Τρικούπης 
  3. Γεώργιος Θεοτόκης

[1] Τσοποτός: Γιός τσιφλικά αλλά και διακεκριμένη πνευματική φυσιογνωμία τού Βόλου. Μεταξύ άλλων συγκέντρωσε άφθονο ιστορικό υλικό και εκτεταμένη βιβλιογραφία σχετικά με γεωργικά και ιστορικά ζητήματα τής Θεσσαλίας.

[2] Μορτή η [mortí]: Το συμφωνημένο μερίδιο από την παραγωγή ενός κτήματος που ο καλλιεργητής οφείλει να δώσει στον ιδιοκτήτη του.


Copyright (©) «Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο»